«Οι περισσότεροι άνθρωποι που δεν έχουν ζήσει ή δεν γνώρισαν μια δικτατορία προφανώς δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι υπάρχει και η έννοια της “κανονικής ζωής” μέσα σε μια δικτατορία. Η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας έχει καταντήσει μια χώρα-μουσείο για τους εξωτερικούς παρατηρητές, οι οποίοι πιστεύουν ότι εκεί έζησαν μόνο διωκόμενοι και αντιστασιακοί… Πιστεύω ότι το αίσθημα που κυριαρχούσε στους πολίτες δεν ήταν τόσο η αναζήτηση για την ελευθερία ή τη δημοκρατία όσο η έλλειψη αγαθών –όπως τα μπλου τζιν-, η ανάγκη να κάνεις ταξίδια στο εξωτερικό, να κάνεις shopping». Αυτά έλεγε στον υπογράφοντα για το «Βιβλιοδρόμιο», τον Ιανουάριο του 2020, ο 54χρονος δημοσιογράφος Μαξίμ Λέο, που μεγάλωσε στην πρώην Ανατολική Γερμανία και μετέφερε την έρευνά του στο αυτοβιογραφικό «Ψηλά τις καρδιές» (εκδ. Δώμα, μτφ. Γιώτα Λαγουδάκου, 2019).

Τα μπλου τζιν ως μιμητικό αντικείμενο του πόθου για όσους ζούσαν στην πρώην Ανατολική Γερμανία δεν λείπουν ούτε από τη νεότερη μελέτη της 40χρονης γερμανοβρετανίδας ιστορικού και δημοσιογράφου Κάτια Χόγιερ με τίτλο «Πέρα από το Τείχος», η οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδ. Παπαδόπουλος (σε μετάφραση του Νίκου Ρούσσου, με ορισμένα παροράματα στις γερμανικές ονομασίες). Γράφει η Χόγιερ σχετικά: «Το 1978 το Υπουργείο Ελαφράς Βιομηχανίας παρήγγειλε την εκπληκτική ποσότητα των 1 εκατομμυρίου παντελονιών Levi’s απευθείας από τις ΗΠΑ… Η λύση ήταν να διατεθούν μέσω πανεπιστημίων, χώρων εργασίας και άλλων οργανισμών (ακόμα και η Στάζι έλαβε το δίκαιο μερτικό της)… Η παρτίδα ξεπουλήθηκε στο άψε σβήσε, και παρ’ όλα αυτά αποδείχθηκε ανεπαρκής για έναν πληθυσμό μόλις 16,7 εκατομμυρίων».

Ήταν κάτι που αντιλαμβανόταν πρώτος ο ηγέτης της πρώην Ανατολικής Γερμανίας Έριχ Χόνεκερ, που ως ιδρυτής της Ελεύθερης Γερμανικής Νεολαίας δεν είχε χάσει εντελώς την επαφή με τις επιθυμίες των νέων. Γι’ αυτό από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μάρκες με επωνυμίες όπως «Wisent» (ευρωπαϊκός βίσονας), Boxer και Shanty μιμήθηκαν το δυτικό στυλ των αυθεντικών τζιν, με δεδομένο ότι όπως πάντα η ΛΔΓ αντιμετώπιζε ζήτημα πρώτων υλών. Οι κοντές ίνες βαμβακιού που κατέφτανε από την πρώην ΕΣΣΔ έπρεπε να αναμειγνύονται με συνθετικές, «με αποτέλεσμα τα παντελόνια να είναι σκληρά, άβολα και δύσκολα στο πλύσιμο». Μια ακόμη λεπτομέρεια: «Η νεαρή Άνγκελα Μέρκελ -τότε Άνγκελα Κάσνερ- φορούσε με καμάρι τα δυτικά τζιν και μπουφάν που της έστελναν οι συγγενείς της από το Αμβούργο (παρά το γεγονός ότι τα ντόπια τζιν παράγονταν στη γενέτειρά της, το Τέμπλιν)».

Σκοπός της Χόγιερ είναι να παρουσιάσει μία όσο το δυνατόν πειστικότερη εικόνα της «άλλης» Γερμανίας πέρα από στερεότυπα και προκαταλήψεις. Ξεκινώντας μάλιστα από την «προϊστορία» της, όπου αναπόφευκτα εντοπίζουμε το μακρινό πρότυπο. «[Ο Στάλιν] υπέδειξε να εξηγηθεί με σαφήνεια ότι η καθιέρωση του σοβιετικού συστήματος στη Γερμανία αποτελεί λάθος· εκείνο που είναι απαραίτητο είναι η εγκατάσταση ενός αντιφασιστικού, δημοκρατικού, κοινοβουλευτικού καθεστώτος». Στις αρχές του καλοκαιριού του 1945, λοιπόν, και ενώ έχει προηγηθεί η Διάσκεψη της Γιάλτας (τον Φεβρουάριο) ο σοβιετικός ηγέτης εξακολουθούσε να επιθυμεί τη συνεργασία με τους δυτικούς συμμάχους. «Η ίδρυση ξεχωριστού ανατολικογερμανικού κράτους δεν περιλαμβανόταν στο αρχικό στάδιο», σημειώνει η Χόγιερ, η οποία θα τονίσει αρκετές φορές ότι η Λαοκρατική Δημοκρατία ήταν περισσότερο γερμανική και λιγότερο σοβιετική υπόθεση.

Οι μελλοντικοί ηγέτες της πάντως, όπως οι Βίλχελμ Πικ και Βάλτερ Ούλμπριχτ, ξεκίνησαν στον αστερισμό του Λένιν, συνέχισαν με πιστοποιητικό αφοσίωσης στη σοβιετική Ρωσία και εναντίωσης στον ναζισμό. Όταν ο Ούλμπριχτ ήταν βουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος στο προπολεμικό Ράιχσταγκ, οι ρητορικές του μονομαχίες με τον Γιόζεφ Γκαίμπελς προκαλούσαν συγκρούσεις ανάμεσα στους υποστηρικτές τους. Όταν τον Φεβρουάριο του 1944 το Πολίτμπιρο άρχισε να καταστρώνει σχέδια για τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων στη Γερμανία, η αποστολή έπεσε στους ώμους των δύο στελεχών, τα οποία παρακολουθούσε στενά ο επικεφαλής της Κομιντέρν, Βούλγαρος κομμουνιστής Γκεόργκι Ντιμιτρόφ. Όπως και αν εξελίχθηκε το σχέδιο, ο Ούλμπριχτ ήταν εκείνος που το συμπύκνωσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: η άλλη Γερμανία που θα δημιουργούσαν «πρέπει να δείχνει δημοκρατική, αλλά πρέπει τα πάντα να βρίσκονται στα χέρια μας».

Ο Στάλιν τελικά θα συναινέσει στην ίδρυση της ΛΔΓ –στις 7 Οκτωβρίου 1949-, όταν νιώθει τα χέρια του δεμένα μετά την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στις 23 Μαΐου εκείνης της χρονιάς. Ήταν το «ανεπιθύμητο τέκνο του» και ταυτόχρονα το δυτικότερο προπύργιο της σοβιετικής αυτοκρατορίας του. Με πληθυσμό 18,4 εκατομμύρια έναντι 50,4 της Δυτική και αναλογία καθολικών – προτεσταντών 15 προς 80% (έναντι 50-50 στη Δυτική). Από το 1950 αρχίζει να λειτουργεί με μια σοβιετικού τύπου νομενκλατούρα, «η οποία αποφάσιζε για ζωτικής σημασίας διορισμούς εντός του ίδιου του κόμματος». Την ίδια περίοδο, άλλωστε, ξεκινά και η ιστορία ενός από τους πολυπλοκότερους αστυνομικούς οργανισμούς παγκοσμίως, της Στάζι, η οποία τότε αριθμεί μόλις 1100 μέλη έχοντας επικεφαλής τον υπερφιλόδοξο Έριχ Μίλκε. Η διόγκωση του μικρού οργανισμού συνδέεται με την καχυποψία του καθεστώτος απέναντι στον λαό του, εγγεγραμμένη στο DNA της πολιτικής οργάνωσης, όπως σημειώνει η Χόγιερ. «Πάντα υπήρχε η σύγκριση με τη Δυτική Γερμανία. Οι πολίτες της ΛΔΓ είχαν συγγενείς στη Δύση. Άκουγαν ραδιόφωνο κι έβλεπαν τι συνέβαινε. Θυμόντουσαν το υψηλό βιοτικό επίπεδο πριν από τον πόλεμο».

Ειρήνη, φαγητό, αταξική κοινωνία

Τη δεκαετία του 1950 οι Ανατολικογερμανοί δεν επιζητούσαν «κανένα πείραμα» (το σλόγκαν με το οποίο αναδείχτηκε ο Αντενάουερ στη Δυτική Γερμανία). Ήθελαν ειρήνη, ασφαλείς θέσεις εργασίας, φαγητό και την ευκαιρία να ξαναχτίσουν τις διαλυμένες ζωές τους. «Έτσι προέκυψε μια τάση αποδοχής του συμβιβασμού και αποφυγής των συγκρούσεων» επισημαίνει η Χόγιερ, για να συμπληρώσει: «Δεν πρέπει να υποτιμάται η έλξη που ασκούσε η ύπαρξη μιας πραγματικά αντιφασιστικής και σοσιαλιστικής Γερμανίας μετά την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος… Για πρώτη φορά στη γερμανική ιστορία διέκριναν μια ευκαιρία για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής, αταξικής και δίκαιης κοινωνίας που ονειρεύονταν. Αν αυτό συνεπαγόταν μια αρχική φάση καταπίεσης, ήταν απόλυτα αναμενόμενο». Όπως πάντα, βέβαια, οι μεγάλες προσδοκίες οδηγούν εύκολα σε μεγάλες ματαιώσεις. Και έτσι εξηγούνται οι πρώιμες εξεγέρσεις των εργατών σε όλη την Ανατολική Γερμανία τον Ιούνιο του 1953, όταν το καθεστώς υποσχόταν οικονομική ανωτερότητα έναντι της Δύσης, αλλά οι πολίτες εργάζονταν σκληρότερα για λιγότερα χρήματα. Οι τιμές των τροφίμων και των βασικών ειδών αυξάνονταν, οι κρατικές επιδοτήσεις περικόπτονταν, η κυβέρνηση πάσχιζε να παράσχει τα απολύτως απαραίτητα για την καθημερινή διαβίωση και 66.000 άνθρωποι μαράζωναν στις φυλακές της χώρας. Ο κόμπος είχε φτάσει το χτένι: οι Σοβιετικοί κήρυξαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε 167 από τους 217 δήμους της ΛΔΓ. Συνελήφθησαν περίπου 15.000 διαδηλωτές σε Βερολίνο, Μαγδεμβούργο, Χάλε και Λειψία, και καταδικάστηκαν 2.500 με βαριές ποινές.

Αν στην εκκίνηση το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν ο ενθουσιασμός, η δεκαετία του 1960 ξεκινούσε -και καθοριζόταν- από την ανέγερση του Τείχους. Από τις προσπάθειες πολλών Ανατολικογερμανών να το περάσουν -με συνέπεια τον θάνατο 140 από το 1961 έως το 1989- και από την ενίσχυση της ασφάλειάς του. Παράλληλα, το καθεστώς Ούλμπριχτ εγκαινίασε τις κρατικά επιδοτούμενες διακοπές και κρουαζιέρες σε μια προσπάθεια να κατευναστούν οι μάζες. Το αυτοκίνητο Trabant, εξάλλου, μετατράπηκε σε έμβλημα και περιουσιακό στοιχείο πολλών οικογενειών.

Την ίδια πάνω κάτω περίοδο ξεκινάει, ωστόσο, και η «αυτοκρατορία» της Στάζι με πρωτεργάτη τον Μίλκε. «Καθετί μπορούσε να εκληφθεί ως πολιτικά ή ιδεολογικά φθοροποιό -από τις απόπειρες του Ούλμπριχτ να φιλελευθεροποιήσει την κουλτούρα και τη διασκέδαση στη ΛΔΓ, μέχρι τις εισηγήσεις περί “τρίτου δρόμου” οικονομικής μεταρρύθμισης. Ο Μίλκε έδωσε όνομα και πλαίσιο στην άμορφη ανησυχία που είχε πλακώσει τα πάντα ως αποτέλεσμα της εξέγερσης του 1953, της αποσταλινοποίησης, της Ουγγρικής Εξέγερσης και της συνεχιζόμενης διαρροής εγκεφάλων στη Δύση». Κι όμως, η Χόγιερ υποδεικνύει ένα παράδοξο, από αυτά που επανέρχονται στην αφήγησή της ενισχύοντας το επιχείρημά της ότι παράλληλα με τον τρόμο της επιτήρησης η «κανονικότητα» συνεχιζόταν: «Συνολικά η ζωή των Ανατολικογερμανών βελτιώθηκε σε τεράστιο βαθμό… Η σαββατιάτικη εργασία καταργήθηκε το 1967, ενώ οι εβδομαδιαίες ώρες εργασίας μειώθηκαν σε 43,75 με ίδιες απολαβές. Ο κατώτατος μηνιαίος μισθός αυξήθηκε από 220 σε 300 μάρκα, ενώ υπήρχε οδηγία να αυξάνονται σταδιακά οι μισθοί όλων εφόσον βρίσκονταν ακόμη κάτω από τα 400 μάρκα. Το επίδομα τέκνου αυξήθηκε από 40 σε 60 μάρκα για το πρώτο παιδί και από 45 σε 70 μάρκα για κάθε επιπλέον παιδί. Οι επιδοτήσεις για ενοίκιο, τρόφιμα, πολιτιστικές δραστηριότητες και δημόσια συγκοινωνιακά μέσα καθιστούσαν προσιτά όλα αυτά τα αγαθά». Αναδύθηκε έτσι μια ζωηρή κουλτούρα αναψυχής, η οποία σε συνδυασμό με τη σχετική ευημερία βοηθούσαν το καθεστώς να παγιώνει την εξουσία του. Έτσι κι αλλιώς, όπου «κράτος» έπρεπε κανείς να εννοεί το «Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα», που αντικατέστησε το Σύνταγμα του 1949 με εκείνο του 1968 απονέμοντας στον εαυτό του «τον ρόλο του κριτή του ποιος και τι θα γινόταν ανεκτό» (σ.235).

Η άνοδος του Χόνεκερ

Η αρχή της πτώσης για τον Ούλμπριχτ ήταν η προειδοποίηση του Μπρέζνιεφ -προς τον προαλειφόμενο διάδοχο Χόνεκερ- ότι ο ηγέτης της ΛΔΓ «έχει γεράσει». Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την τάση ανεξαρτησίας του από την ΕΣΣΔ έφεραν την παραίτηση του Ούλμπριχτ το 1971. Ο Έριχ Χόνεκερ συνέχισε από εκεί που υποτίθεται πως έσφαλλε ο προκάτοχος: απέδειξε την αφοσίωσή του στους Σοβιετικούς, ενώ σταδιακά έχτιζε τη διαδικασία ενδογερμανικής επαναπροσέγγισης με τον Βίλι Μπραντ και ξεκινούσε το εμπόριο με τη Δύση (αρχής γενομένης από την Εμπορική Έκθεση της Λειψίας το 1974). Στους σταθμούς αυτής της αντίστροφής πορείας εντάσσονται η δανειακή συμφωνία του 1983 με τη χρηματοδοτική «ένεση» της Δυτικής προς την Ανατολική Γερμανία -για να σωθεί από την κατάρρευση-, οι αδελφοποιήσεις πόλεων ανάμεσα στη Βαυαρία και τους «απέναντι» και η επίσκεψη του Χόνεκερ το 1987 στη Βόννη, κατόπιν πρόσκλησης του πρώην καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ. Η συνέχεια γράφτηκε φυσικά τον Οκτώβριο του 1989, όταν ο Έγκον Κρεντς παρέλαβε τη σκυτάλη από τον ταπεινωμένο Χόνεκερ, που ένιωθε ήδη την καυτή ανάσα της λαϊκής δυσαρέσκειας και την ψυχρότητα των άλλων απαράτσικ. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία -όπως αυτή που περιγράφει η Χόγιερ σε ένα από τα τελευταία στιγμιότυπα της 9ης Νοεμβρίου 1989: «Ο αντισυνταγματάρχης Χάραλντ Γιάγκερ, υπεύθυνος για τον έλεγχο διαβατηρίων στην Μπορνχόλμερ Στράσε, τηλεφωνούσε ξανά και ξανά στους ανωτέρους του για οδηγίες… Οι Αρχές δεν έδιναν άλλες…Στις 11.29 μ.μ αποφάσισε να ανοίξει τη συνοριακή διάβαση και να σταματήσει τους ελέγχους διαβατηρίων. Οι μπάρες σηκώθηκαν. Για πρώτη φορά από το 1961 οι κάτοικοι του Ανατολικού Βερολίνου μπορούσαν να μπουν ελεύθερα στο Δυτικό».

Ο τόνος της Χόγιερ δεν είναι πάντως αποκλειστικά πανηγυρικός. Αναγνωρίζει ότι η αντίστροφη μέτρηση για το ανατολικογερμανικό καθεστώς υπήρξε η αθέτηση των σοβιετικών υποχρεώσεων για παράδοση πετρελαίου και αερίου και, φυσικά, η απώλεια επαφής με την κοινωνική πραγματικότητα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ειδικότερα, το σύστημα είχε καταστεί τόσο αρτηριοσκληρωτικό που είχε επείγουσα ανάγκη από μεταρρυθμίσεις. «Καθώς αυτές δεν έλεγαν έρθουν, ο λαός πήρε την πρωτοβουλία να φέρει την αλλαγή». Επισημαίνει, ωστόσο, ότι το βίωμα της καταπίεσης συμβάδιζε με εκείνο «ότι ανήκεις κάπου»: όχι σε μια περιτειχισμένη Σταζιλάνδη, αλλά σε ένα ιδιότυπο γερμανικό πείραμα. Μετά την επανένωση τα παλιά τεκτονικά ρήγματα δεν είχαν εξαφανιστεί. «Πάρτε έναν χάρτη που να παρουσιάζει τάσεις σχεδόν για οτιδήποτε αφορά τη Γερμανία, και τις πιο πολλές φορές θα δείτε να εμφανίζονται τα παλιά ρήγματα μεταξύ Ανατολής και Δύσης: από την ψήφο, την αποδοχή των εμβολίων και την παχυσαρκία μέχρι τη χρήση της γλώσσας, τη στάση έναντι της Ρωσίας και την κατανάλωση οίνου».  Και καταλήγει: «Η επανένωση δεν αποτελεί το τέλος της Ιστορίας… Αντιθέτως η ανατολικογερμανική προσέγγιση του Wende (σ.σ.: σημείο καμπής) ως αφετηρία μιας δυναμικής διαδικασίας φαίνεται πιο εποικοδομητική. Επιτρέπει μια ρευστή, ανοικτή και ευμετάβλητη ερμηνεία μιας χώρας η οποία δεν υπάρχει πια, η οποία δεν αποτελεί πια έναν εχθρό που πρέπει να υπερνικηθεί. Είναι ώρα να αντιμετωπιστεί η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας ως αυτό που πραγματικά είναι -ένα κομμάτι της γερμανικής ιστορίας, πέρα από το Τείχος».