Η κυβέρνηση Σημίτη, το Ασφαλιστικό και το ΠΑΣΟΚ που ήρθε αντιμέτωπο με το… ΠΑΣΟΚ
Ο Απρίλιος του 2001 αποτέλεσε μία από τις πιο δύσκολες στιγμές της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη, καθώς οι κοινωνικές αντιδράσεις απέναντι στο Ασφαλιστικό προκάλεσαν σεισμικές δονήσεις στο ίδιο το ΠΑΣΟΚ
- «Εμμονικός και κάθαρμα» - Ο Τραμπ δημοσίευσε βίντεο με ύβρεις και σκληρή κριτική κατά του Νετανιάχου
- Ποινή φυλάκισης 7 μηνών στον αστυνομικό της Βουλής για ενδοοικογενειακή απειλή - Τι είπε στο δικαστήριο
- Εκφοβισμός παιδιού στην Κομοτηνή: Κατεπείγουσα έρευνα διέταξε η Εισαγγελέας του ΑΠ επικαλούμενη δημοσίευμα του in
- Τι αλλάζει στα ταξίδια στη Βρετανία - Υποχρεωτική η ΕΤΑ
Πολλοί μιλούν μέχρι και σήμερα, 14 και πλέον χρόνια μετά την είσοδο της Ελλάδας στο ΔΝΤ, για την «μεταρρύθμιση» στο Ασφαλιστικό που επιχείρησε να εισάγει το 2001, η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη με την υπογραφή του τότε υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Τάσου Γιαννίτση. Ο Απρίλιος του 2001 αποτέλεσε μία από τις πιο δύσκολες στιγμές της κυβέρνησης του εκλιπόντος πρώην Πρωθυπουργού, καθώς οι κοινωνικές αντιδράσεις απέναντι στα κυβερνητικά σχέδια προκάλεσαν σεισμικές δονήσεις στο ίδιο το κυβερνών κόμμα. Όσον αφορά τη θητεία του κ. Γιαννίτση στο υπουργείο Εργασίας, αυτή διήρκησε λιγότερο από δύο χρόνια, ενώ οι γενικές απεργίες που πραγματοποιήθηκαν συντάραξαν το πανελλήνιο. Εν τέλει, ο νόμος αποσύρθηκε, αφού πρώτα το ΠΑΣΟΚ ήρθε αντιμέτωπο με το… ΠΑΣΟΚ.
Οι υπέρμαχοι της ασφαλιστικής «μεταρρύθμισης» υποστήριζαν την αναγκαιότητά της, δηλώνοντας μάλιστα ότι εάν δεν υπάρξουν ριζικές αλλαγές στο σύστημα, τότε εντός δεκαπενταετίας τα ασφαλιστικά ταμεία θα χρεοκοπούσαν. Για αντι-μεταρρύθμιση μιλούσε σύσσωμη η αντιπολίτευση από την αριστερά μέχρι τη δεξιά. Μεταξύ άλλων, η κυβερνητική πρόταση μιλούσε για ηλικιακή αύξηση των συνταξιοδοτικών ορίων (κατάργηση της 35ετίας και καθιέρωση της αρχής συνταξιοδότησης με 40 χρόνια εργασίας) και μείωση συντάξεων. Ο Τύπος της εποχής ανέφερε ότι η κυβέρνηση είχε προσλάβει αρχικά βρετανούς συμβούλους, οι οποίοι είχαν εισηγηθεί ως και αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης στο 70ο έτος αλλά και σημαντικές μειώσεις παροχών.
Η μαραθώνια συνεδρίαση και η τοποθέτηση Σημίτη
Στις αρχές Απριλίου, ο Τάσος Γιαννίτσης κατέθεσε στον Κώστα Σημίτη τις προτάσεις του. Στις 18 του ίδιου μήνα, οι εκπρόσωποι των Συνδικάτων πέρασαν την πόρτα του υπουργείου Εργασίας, προκειμένου να συναντηθούν με τον υπουργό. Εν τέλει, λευκός καπνός δεν βγήκε.
Στις 19 Απριλίου, ο Πρωθυπουργός προχώρησε σε σχετικές ανακοινώσεις, ενώ πραγματοποιήθηκε κοινή συνεδρίαση της Κυβερνητικής Επιτροπής και του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ, που διήρκησε περισσότερο από 6 ώρες. Η μαραθώνια συνεδρίαση ήταν χαρακτηριστική του βεβαρημένου κλίματος που είχε διαμορφωθεί, ενώ αρκετοί ήταν οι υπουργοί που είχαν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους για την προωθούμενη «μεταρρύθμιση».
Την επομένη της συνεδρίασης, το Βήμα δημοσιοποίησε το σύνολο των πρακτικών της συζήτησης. Παρόλο που δεν υπήρξαν έντονες συγκρούσεις, καθώς απουσίαζε ο Άκης Τσοχατζόπουλος, που αποτελούσε και τον κύριο εκφραστή της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, η ανησυχία ήταν εμφανής στις δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών με δεδομένο ότι συνδικάτα και αντιπολίτευση είχαν -ήδη- κηρύξει τον πόλεμο στην κυβέρνηση.
Κατά την εισήγησή του ο Κώστας Σημίτης υπεραμύνθηκε των προτάσεων του Τάσου Γιαννίτση, αναφέροντας ότι «το πρόβλημα θα γίνει έντονο το έτος 2010 αν δεν λάβουμε τώρα αποφάσεις για ένα σύστημα υγιές σε προοπτική έως το 2030». Σημειωτέον ότι η πρόταση δεν περιλάμβανε ούτε αύξηση φόρων αλλά ούτε και αύξηση εισφορών.
Ο Πρωθυπουργός μιλούσε για μία «ήπια προσαρμογή» με στόχο «ένα δίκαιο και βιώσιμο σύστημα», ενώ είχε χαρακτηρίσει την αναμόρφωση της κοινωνικής ασφάλισης ως συνέχεια και τμήμα «της κοινωνικής πολιτικής που περιλαμβάνουν το Εθνικό Σχέδιο για την Κοινωνική Αλληλεγγύη και το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Απασχόληση».
Βλέποντας τις δύσκολες κοινωνικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί και τις αντιδράσεις των συνδικάτων, είχε καλέσει τα μέλη της κυβέρνησης αλλά και τα στελέχη του κόμματος να κρατήσουν κοινή στάση, σημειώνοντας ότι «αυτή η πολιτική μας ανήκει στα ορόσημα αυτής της τετραετίας και πρέπει να πάμε με ψηλά τις σημαίες, πείθοντας ότι θέλουμε και μπορούμε να εξασφαλίσουμε το μέλλον των εργαζόμενων με ασφάλεια και κοινωνική συνοχή».
Οι διαφωνίες και οι «αποχρώσεις» στους κόλπους της κυβέρνησης
Ο Τάσος Γιαννίτσης είχε υποστηρίξει ότι δεν μπορεί η κυβέρνηση να προχωρήσει σε κοινωνικό διάλογο χωρίς να έχει συγκεκριμένες προτάσεις επί των οποίων θα διατυπωθούν και οι θέσεις των συνομιλητών της. Κοινώς, των κοινωνικών εταίρων και των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Βέβαια, ο διάλογος είχε ως προϋπόθεση ότι θα υπήρχαν διαθέσιμοι συνομιλητές που θα δέχονταν να καθίσουν στο τραπέζι του διαλόγου. Στην πορεία αυτό αποδείχθηκε ανέφικτο.
Στη μαραθώνια συνεδρίαση, ο Ευάγγελος Βενιζέλος είχε υποστηρίξει ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να ξεκινήσει τον διάλογο ακούγοντας όλες τις πλευρές και στη συνέχεια να κατέληγε στις όποιες αποφάσεις. Μεταξύ άλλων, ο τότε υπουργός Πολιτισμού είχε δηλώσει ότι «πρέπει να εξηγήσουμε ότι ζητούμε θυσίες με ανταλλάγματα και να ξαναδούμε την πολιτική μας στο φορολογικό».
Στους «σκληρούς» συγκαταλεγόταν ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Γιάννος Παπαντωνίου, ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι οι προωθούμενες αλλαγές θα επιφέρουν συνδυαστικά με τις υπόλοιπες κυβερνητικές πρωτοβουλίες μια μακροχρόνια δημοσιονομική ισορροπία. Συγχρόνως, είχε προτείνει να «κλείσει» το θέμα πιο νωρίς από τον εξάμηνο κοινωνικό διάλογο που είχε προταθεί, εφόσον τα συνδικάτα δεν προσέρχονταν στον διάλογο. Όσον αφορά δε το ενδεχόμενο νέων φόρων η δήλωση του ήταν χαρακτηριστική: «Προς θεού μία φορολογία θα ήταν καταστροφή για την οικονομία, είτε αυτή ήταν γενική σε όλους τους φορολογούμενους, είτε απευθυνόταν σε κάποιες ειδικές κατηγορίες υψηλών εισοδημάτων».
Στην ίδια «γραμμή» και ο Αλέκος Παπαδόπουλος. Ο υπουργός Υγείας της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη είχε κάνει λόγο -μεταξύ άλλων- για «μία ήπια θεραπεία που θα οδηγήσει σε περιπέτειες και περιπλοκές έως το 2010 αν πάρουμε μέτρα τώρα».
Από την πλευρά του, ο Νίκος Χριστοδουλάκης που είχε υπό την ευθύνη του το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Ανάπτυξης είχε επισημάνει ότι η μεταρρύθμιση δεν γίνεται για δημοσιονομικούς λόγους αλλά για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και την κατάργηση των ανισοτήτων.
Ο πρόεδρος της Βουλής Απόστολος Κακλαμάνης είχε ζητήσει από τον Κώστα Σημίτη «να απευθυνθεί στον λαό και να οργανωθεί συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων», ενώ είχε απαντήσει σε υψηλούς τόνους στον Γιάννο Παπαντωνίου σημειώνοντας ότι «Το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να πορεύεται σαν τον λύκο, ο καθένας μόνος του».
Με τη σειρά της, η Υπουργός Εσωτερικών Βάσω Παπανδρέου είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, λέγοντας ότι η ασφαλιστική «μεταρρύθμιση» απειλεί την ενότητα του ΠΑΣΟΚ: «Υπάρχει ακόμη και κίνδυνος συνοχής του ΠΑΣΟΚ αν δεν προσέξουμε τους χειρισμούς μας».
Τον προβληματισμό του δεν είχε κρύψει ούτε ο Κώστας Λαλιώτης, υπουργός ΠΕΧΩΔΕ τότε, ο οποίος είχε ζητήσει να οριοθετηθούν οι διαφορές των προτάσεων του ΠΑΣΟΚ από αυτές του νόμου Σιούφα (ΝΔ), ενώ είχε ζητήσει μετ’ επιτάσεως να γίνει σημειολογική αναφορά «στην κοινωνική αλληλεγγύη και στην αλληλεγγύη των γενεών».
Η μεγάλη απεργία της 26ης Απριλίου
Στις 26 Απριλίου του 2001 η Ελλάδα κατέβασε «ρολά». Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες συμμετείχαν στην πανελλαδική γενική απεργία που είχαν προκηρύξει από κοινού ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ.
Στο ΠΑΣΟΚ έχει ξεσπάσει «εμφύλιος», καθώς οι δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ πρωτοστατούσαν στις απεργιακές κινητοποιήσεις. Λίγες ημέρες νωρίτερα, σε κοινή τους δήλωση, οι πρόεδροι της ΓΣΕΕ Χρήστος Πολυζωγόπουλος και της ΑΔΕΔΥ Σπύρος Παπασπύρου (και οι δύο κεντρικά στελέχη της ΠΑΣΚΕ) επέλεξαν να «κατακεραυνώσουν» την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη.
Συγκεκριμένα, είχαν αναφέρει: «Τέτοια μέτρα όχι μόνο δεν είναι αποδεκτά αλλά σύσσωμοι οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα δηλώνουν ότι δεν πρόκειται να περάσουν». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο επικεφαλής της ΠΑΣΚΕ στην ΟΤΟΕ Δημήτρης Κουσελάς, ο οποίος είχε δηλώσει ότι η κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με την καθολική αντίδραση των εργαζομένων.
Σε ανακοίνωσή της η ΠΑΣΚΕ είχε κατηγορήσει την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για λύσεις «άδικες, αναποτελεσματικές, αντικοινωνικές και αντιασφαλιστικές, αφού μειώνουν δραματικά τις συντάξεις, αυξάνουν γενικά τα όρια ηλικίας και στρέφονται κατά ειδικών κατηγοριών των ασφαλισμένων». Μάλιστα, η συνδικαλιστική παράταξη του ΠΑΣΟΚ μιλούσε για επιχειρούμενη «κατεδάφιση του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης που αποφάσισε η κυβέρνηση Σημίτη με συνοπτικές διαδικασίες μέσα στο κομματικό της παρασκήνιο».
Μετά από τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις, η κυβέρνηση βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο. Εν τέλει, υπό το βάρος της κοινωνικής κατακραυγής, την αδυναμία διαχείρισης του πολιτικού κόστους αλλά και των σφοδρών εσωκομματικών πιέσεων, ο Κώστας Σημίτης αποφάσισε να αποσύρει την πρόταση αναμόρφωσης του ασφαλιστικού συστήματος. Τα κυβερνητικά σχέδια κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος, ενώ ο Τάσος Γιαννίτσης αποχώρησε από το υπουργείο Εργασίας. Στον επόμενο ανασχηματισμό ανέλαβε τη θέση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις