«Για μένα ήταν ένα θέμα πολύ σημαντικό γιατί αφορούσε τον πατέρα μου και όλους τους ηλικιωμένους. Έπρεπε να πάρω μια απόφαση: να μην το αφήσω γιατί ο άνθρωπος μου είχε φύγει ή να αποκατασταθεί η ψυχή του που ήταν και το σημαντικότερο μου μέλημα. Για μένα ήταν μονόδρομος. Δεν θα μπορούσα να ζω γνωρίζοντας ότι πεθαίνουν άνθρωποι με μαρτυρικό τρόπο κι ότι δεν έκανα τίποτα να τους σταματήσω». Με τα λόγια αυτά η δικηγόρος Μάτια Παπαδάκη κόρη εκ των φερόμενων ως θυμάτων στο γηροκομείο Αγία Σκέπη στην Κρήτη κατέθεσε στο δικαστήριο για την απόφαση της να προσφύγει στη δικαιοσύνη που θα κρίνει τους κατηγορουμένους.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μάλιστα δεν έλειψαν και οι στιγμές έντασης όταν η μάρτυρας περιέγραψε στους δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας τι της εκμυστηρεύτηκε ένας νοσηλευτής.

«Μου είπε ότι το γηροκομείο είναι ένας προθάλαμος τάφου. Ότι βασανίζονται οι ηλικιωμένοι. Ότι οι άνθρωποι δένονται στα κρεβάτια και τις καρέκλες τους και πως οι καρέκλες του συχνά δένονται σε σταθερά σημεία. Μου είπα ότι χορηγούνταν ισχυρά κατασταλτικά φάρμακα. Ότι τους ανάγκαζαν να κάνουν πάνω τους τα περιττώματα τους, αλλά και πως έδιναν ελάχιστη τροφή και από το υπόγειο της μονάδας ακούγονταν φωνές για «βοήθεια»».

Η μάρτυρας διατύπωσε μεταξύ άλλων την άποψη ότι στο γηροκομείο έβγαζαν τις μασέλες από τους τρόφιμους για να τους ταΐζουν γρηγορότερα. «Στο ασθενοφόρο διαπίστωσα ότι ο πατέρας μου δεν φορούσε τις οδοντοστοιχίες του. Άρχισα να τις αναζητώ για να μπορέσει να φάει. Αναφερόταν από πολλούς συγγενείς ότι χάνονται οι οδοντοστοιχίες. Το συμπέρασμα μου είναι ότι επειδή ένας ανοϊκός μασάει αργά, αυτό που βολεύει το φροντιστή είναι να τους χορηγούν πολτοποιημένη τροφή. Σε ποιο προχωρημένες περιπτώσεις του έβαζαν κι ένα λεβάιν και με ένεση τους έδιναν τροφή και τελείωναν σε δύο λεπτά».

Η δική συνεχίζεται.