Ισχυρές και σταθερές κυβερνητικές παρατάξεις φτιάχνουν οι κοινωνικές πολιτικές, όχι οι εκλογικοί νόμοι
Το εάν θα υπάρξουν ισχυρές κυβερνητικές παρατάξεις δεν έχει να κάνει με τον εκλογικό νόμο, όσο με την πολιτική τους
- Καταδικάζουν την επίθεση κατά του Κρίστιαν Λίντνερ Σοσιαλδημοκράτες και Χριστιανοδημοκράτες
- Ο Αλέξης Κούγιας απαντά στα σχόλια για την εικόνα του: «Είναι γνωστό το πρόβλημα υγείας μου»
- «Πληρωμένη απάντηση» της πρόεδρου του Μεξικού στον Τραμπ: «Γιατί όχι Αμέρικα Μεξικάνα»
- «Είστε τρελοί!»: Θα υποδυθεί η Αριάνα Γκράντε την Όντρεϊ Χέπμπορν σε βιογραφική ταινία;
Παρατηρώ το τελευταίο διάστημα να επανέρχεται η συζήτηση για τον εκλογικό νόμο, έστω και χωρίς κάποιες ρητές κυβερνητικές πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση.
Μπορώ βεβαίως να αντιληφθώ γιατί συμβαίνει αυτό. Όλες οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών δείχνουν ότι στις επόμενες εκλογές θα είναι δύσκολο να σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η Νέα Δημοκρατία παραμένει η πιο ισχυρή και συμπαγής πολιτική δύναμη, αλλά απέχει πια αρκετά από το να έχει τη δυνατότητα να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Την ίδια ώρα η ευρύτερη αντιπολίτευση είναι κατακερματισμένη και η αξιωματική αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ, επίσης δεν αναπτύσσει, προς το παρόν τουλάχιστον, μια δυναμική που φαίνεται να οδηγεί σε διεκδίκηση αυτοδύναμης διακυβέρνησης ακόμη και εάν κάνει ένα εκλογικό άλμα.
Όμως, την ίδια στιγμή στη χώρα μας οι κυβερνήσεις συνεργασίας έχουν ταυτιστεί είτε με τις κυβερνήσεις «ειδικού σκοπού», είτε με την έννοια της «ανίερης συμμαχίας». Η ελληνική παράδοση παραμένει αυτή των αυτοδύναμων κυβερνήσεων.
Σε αυτό το φόντο καταλαβαίνω ότι υπάρχουν διάφορες σκέψεις που κινούνται σε δύο κατευθύνσεις. Είτε να αυξήσουν ακόμη περισσότερο το μπόνους εδρών που παίρνει το πρώτο κόμμα, έτσι ώστε να χαμηλώσει και άλλο το «κατώφλι» της αυτοδυναμίας, είτε να αυξηθεί το όριο για εκλέξει ένα κόμμα βουλευτές από το 3% στο 5% έτσι ώστε να περιοριστεί η διασπορά εδρών σε μικρά κόμματα, αλλά και επειδή όσο μεγαλύτερο μέρος των ψήφων πηγαίνει σε κόμματα που δεν εκλέγουν βουλευτές τόσο αυξάνονται οι έδρες των μεγάλων κομμάτων.
Μόνο που προφανώς η λογική ότι θα έχουμε μια κυβέρνηση που θα έχει πάρει το 32% – 33% των ψήφων – πιθανώς και σε εκλογές με μειωμένη συγκριτικά συμμετοχή – δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερα δημοκρατική. Γιατί ουσιαστικά θα πρόκειται για μια κυβέρνηση μειοψηφίας.
Και αυτά δεν τα λέω επειδή είμαι οπαδός της «απλής και ανόθευτης» αναλογικής, όσο δημοκρατική και εάν φαντάζει. Γιατί πιστεύω ότι στις εκλογές πρέπει να εκλέγεται κυβέρνηση και όχι απλώς να καταγράφονται οι διαθέσεις της κοινής γνώμης. Αλλά και γιατί θεωρώ ότι δεν είναι δημοκρατική μια κατάσταση όπου οι πολίτες απλώς ψηφίζουν κόμματα που μετά θα αναγκαστούν να διαπραγματευτούν κυβερνήσεις συνεργασίας με κόμματα που προεκλογικά περίπου τα έβριζαν, γιατί διαφορετικά είναι αδύνατος ο σχηματισμός κυβέρνησης.
Όμως, το πρόβλημα που διαμορφώνεται καθώς φαίνεται να μην μπορούμε να πάμε σε εκλογές που θα εκλέγουν κυβερνήσεις, δεν έχει να κάνει με τον εκλογικό νόμο. Ενισχυμένη αναλογική έχουμε και το «κατώφλι» για την είσοδο στη Βουλή είναι ήδη αρκετά υψηλό.
Το πρόβλημα εστιάζεται στο ότι δεν έχουμε σήμερα ισχυρές πολιτικές παρατάξεις που να μπορούν να εκπροσωπήσουν ευρύτερα κομμάτια της κοινωνίας.
Γιατί μπορεί να υπήρχε αυτή η επικριτική διάθεση για τον «δικομματισμό», αλλά εκείνη την περίοδο υπήρχαν δύο παρατάξεις που κάθε μία προσπαθούσε – και ως ένα βαθμό το πετύχαινε – να εκπροσωπήσει ευρύτερα κομμάτια της κοινωνίας, μια πραγματική κοινωνική συμμαχία, με τις κυβερνητικές εναλλαγές να κρίνονται από το ποιο κόμμα θα μπορούσε να είναι τελικά πιο ευρύχωρο ή να πιάνει τον παλμό της κοινωνίας. Κάτι που μπορεί να ειπωθεί όχι μόνο για το ΠΑΣΟΚ ή τη ΝΔ παλαιότερα, αλλά ακόμη και για τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Ακόμη και η ΝΔ το 2019 κατάφερε να πιάσει ένα αίτημα «κανονικότητας» που άγγιζε ευρύτερα στρώματα.
Τώρα, όμως, έχει διαμορφωθεί μια διαφορετική κατάσταση. Η Νέα Δημοκρατία, είτε θέλει να το παραδεχτεί είτε όχι, δεν είναι πια τόσο ευρύχωρη όσο ήταν στο παρελθόν. Έχει γίνει το κόμμα όσων πιστεύουν ότι «τα πράγματα πάνε στη σωστή κατεύθυνση» και ήδη πληρώνει σε δημοσκοπικό επίπεδο το τίμημα της κοινωνικής δυσαρέσκειας για την «κρίση κόστους ζωής». Από την άλλη, η κρίση του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ και τα όρια που δείχνει να έχει το ΠΑΣΟΚ σημαίνουν ότι δεν φτιάχνεται μια σύγχρονη δημοκρατική παράταξη που να μπορεί να εκπροσωπήσει πρωτίστως τη μεσαία τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Την ίδια ώρα το γεγονός ότι στην περίοδο των μνημονίων τα κόμματα συγκρούστηκαν, αλλά τελικά υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν τις ίδιες – μνημονιακές – πολιτικές έφερε μια αποσάθρωση των παραδοσιακών σχέσεων ανάμεσα σε κοινωνικά στρώματα και πολιτικές παρατάξεις. Μια ευρύτερη τάση «αποϊδεολογικοποίησης», που επιτείνεται από το γεγονός ότι κόμματα και πολιτικοί επενδύουν περισσότερο στην εικόνα και την επικοινωνία παρά στη στρατηγική και την ουσία, χαλαρώνει τη βαρύτητα διαχωριστικών γραμμών όπως «δεξιά-αριστερά», αφήνοντας χώρο στη δημαγωγία της Άκρας Δεξιάς.
Όλα αυτά εξηγούν γιατί σήμερα δεν καταγράφονται μεγάλες παρατάξεις ικανές να κυβερνήσουν με νομιμοποίηση. Αλλά και υπογραμμίζουν γιατί αυτό το πρόβλημα προφανώς και δεν μπορεί να απαντηθεί με όρους εκλογικού νόμου. Ακόμη χειρότερα, οποιαδήποτε προσπάθεια να επιλυθεί το πρόβλημα με όρους εκλογικού νόμου, απλώς θα οδηγήσει σε μεθοδεύσεις που θα εκληφθούν – και δικαίως – ως αντιδημοκρατικές και τελικά σε ακόμη μεγαλύτερη αποστασιοποίηση τμημάτων της κοινωνίας από την πολιτική, αφού άλλος συσχετισμός θα καταγράφεται, άλλος θα κυβερνά.
Γι’ αυτό τον λόγο και η πραγματική πρόκληση σήμερα αφορά την πολιτική στρατηγική και όχι τον εκλογικό νόμο. Και για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: αυτό αφορά πρωτίστως το εάν θα υπάρξει ξανά δημοκρατική παράταξη, γιατί μόνο αυτή μπορεί σήμερα να διαμορφώσει πλειοψηφική κοινωνική εκπροσώπηση, καθώς η κεντροδεξιά αυτή τη στιγμή ταλαντεύεται ανάμεσα στην επιμονή στον σκληρό νεοφιλελευθερισμό που εγκυμονεί κοινωνικές εκρήξεις και την ενσωμάτωση των θέσεων της ακροδεξιάς, κατευθύνσεις δηλαδή που διαρρηγνύουν και δεν ενισχύουν την κοινωνική συνοχή.
Σε τελική ανάλυση μόνο αν υπάρξει μια ισχυρή δημοκρατική παράταξη που να τολμήσει βήματα αναδιανομής και ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που να μη στηρίζεται στην αντιμετώπιση της εργασίας ως αναλώσιμου υλικού και να απαντά στην αυξανόμενη ανησυχία για την κλιματική κρίση, θα μπορέσει να διαμορφωθεί κυβερνητική προοπτική με πλειοψηφική δυναμική και πραγματική νομιμοποίηση. Επιπλέον, θα μπορέσει να ασκήσει και πίεση στην κεντροδεξιά ώστε να σταματήσει να επενδύει είτε στον αυτοματισμό της αγοράς είτε στη ρητορική τα ακροδεξιάς. Και βέβαια σε μια τέτοια προοπτική η πολιτική αντιπαράθεση θα αποκτήσει ξανά περιεχόμενο και η κοινωνία θα «εκπαιδευτεί» ξανά στο να συζητά πολιτικά προγράμματα και όχι ατάκες.
Είναι εύκολη μια τέτοια διαδρομή; Μάλλον όχι, ιδίως εάν συνυπολογίσουμε τον κατακερματισμό και την απουσία σοβαρής συζήτησης στη δημοκρατική παράταξη και το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις προς το παρόν τροφοδοτούν περισσότερο την αυταρέσκεια παρά την ανησυχία της κυβερνητικής παράταξης. Όμως, είναι ο μόνος δρόμος για να αποφευχθεί μια ακόμη πιο βαθιά κρίση της ελληνικής δημοκρατίας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις