Η κυβέρνηση Σημίτη και η ρήξη με τον Χριστόδουλο
Η κόντρα κράτους - Εκκλησίας για την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες ήταν μία ξεχωριστή στιγμή στην πορεία του Κώστα Σημίτη ως πρωθυπουργού.
- Ο σύγχρονος πόλεμος των υποθαλάσσιων καλωδίων και οι κίνδυνοι δολιοφθοράς στη Μεσόγειο
- Ο στρατηγός Ζοζέφ Αούν εκλέχθηκε πρόεδρος στον Λίβανο - Η στάση της Χεζμπολάχ, ποιοι τον στηρίζουν
- Εξετάζεται το ενδεχόμενο αλλαγής του σχήματος Ραμστάιν για την Ουκρανία εάν οι ΗΠΑ αποσυρθούν, λέει η Γερμανία
- Δηλητηριώδης η ουσία που είχε σταλεί στον πρωθυπουργό του Βελγίου - Ταυτοποιήθηκε στρυχνίνη
Αναμφισβήτητα, η κατάργηση του θρησκεύματος από τις ταυτότητες ήταν μία κρίσιμη στιγμή για την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη και τις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους.
Διαδηλώσεις, αίτημα για δημοψήφισμα, συλλογή υπογραφών και σκληρές εκφράσεις στον δημόσιο διάλογο. Η ρήξη μεταξύ των δύο πλευρών ήταν οφθαλμοφανής με τον τότε πρωθυπουργό να καθιστά σαφές ότι δεν πρόκειται να κάνει πίσω και τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο να βγάζει πύρινους λόγους εναντίον της κυβέρνησης.
Η στάση της κυβέρνησης
Ήταν 8 Μαΐου του 2000 όταν ο τότε εξωκοινοβουλευτικός υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη, Μιχάλης Σταθόπουλος δήλωνε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Έθνος ότι «το θρήσκευμα αποτελεί ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο και η αναγραφή του στην αστυνομική ταυτότητα έρχεται σε αντίθεση με σχετικό νόμο που ισχύει από το 1997». Η δήλωση αυτή αποτέλεσε την αφετηρία μίας σφοδρής σύγκρουσης που ξέσπασε μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας.
Λίγες ημέρες μετά και συγκεκριμένα στις 16 Μαΐου, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έκρινε ότι πρέπει να υπάρξει κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στης ταυτότητες, ενώ είχε διαφωνήσει και με την προαιρετική αναγραφή του.
Το σκεπτικό της απόφασης βασιζόταν στην ευρωπαϊκή οδηγία Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων του 1995, η οποία είχε ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία μέσω του νόμου 2472/1997. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας, το θρήσκευμα είναι προσωπικό δεδομένο. Στις 24 Μαΐου, ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης, από το βήμα της Βουλής, δήλωνε ρητά και ξεκάθαρα την αντίθεσή του με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες.
Ένα μήνα περίπου μετά, ο υπουργός Δικαιοσύνης, σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο ΒΗΜΑ, κληθείς να σχολιάσει τις αρχικές του δηλώσεις επί του θέματος, είχε πει ότι «οι ανησυχίες της Εκκλησίας προϋπήρχαν των δηλώσεών του», συμπληρώνοντας ότι «η Εκκλησία γνώριζε πολύ καλά τις απόψεις μου και, μάλιστα, είχε στενοχωρηθεί για τον διορισμό μου ως υπουργού της Δικαιοσύνης».
Σημειωτέον ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας σε απόφασή του, που δημοσιεύτηκε στις 27 Ιουνίου του 2001, επικαλούμενο τον νόμο 2472/1997, χαρακτήρισε «μη νόμιμη την υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος» στις ταυτότητες.
Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, πριν επέλθει η τελική ρήξη, η Ιερά Σύνοδος είχε επικοινωνήσει με το Μέγαρο Μαξίμου, ζητώντας συνάντηση από τον Πρωθυπουργό. Ο Κώστας Σημίτης είχε ξεκαθαρίσει, μέσω της γραμματέως του μάλιστα, ότι «επί του θέματος των ταυτοτήτων δεν υπάρχει θέμα συζήτησης», συστήνοντας συγχρόνως στους Ιεράρχες να επικοινωνήσουν με τον αρμόδιο υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων. Όπως ήταν αναμενόμενο ο Πέτρος Ευθυμίου ήταν άκαμπτος απέναντι στην Εκκλησία.
Η εκκλησία στο δρόμο
Ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος κήρυξε τον πόλεμο στο ΠΑΣΟΚ και στον Κώστα Σημίτη και μάλιστα, σχολιάζοντας την απόφαση περί κατάργησης του θρησκεύματος από τις ταυτότητες, είχε μιλήσει για «νέο-διανοούμενους που θέλουν να μας επιτεθούν σαν σκυλιά και να μας κόψουν τις σάρκες». Ο διχασμός ήταν γεγονός.
Η Ιερά Σύνοδος προχώρησε στη διοργάνωση δύο μαζικών συλλαλητηρίων σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, στις 14 και στις 21 Ιουνίου αντίστοιχα. Οι εικόνες που καταγράφηκαν είναι χαρακτηριστικές.
Ο Χριστόδουλος είχε δηλώσει από το βάθρο της συγκέντρωσης στο Σύνταγμα -το οποίο μάλιστα ανέγραφε «ΕΛΛΑΣ-ΕΥΡΩΠΗ-ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ»- ότι «η εκκλησία μας δεν αποδέχεται το πολιτισμικό μέρος της παγκοσμιοποίησης», λέγοντας βέβαια ότι «αποδεχόμεθα την Ευρώπη, λατρεύουμε όμως την Ελλάδα».
Δεκάδες χιλιάδες συγκεντρωμένοι πιστοί, κουνώντας ελληνικές σημαίες, φώναζαν «Ελλάς-Θρησκεία-Ορθοδοξία». Με αυτό τον τρόπο η Εκκλησία επιχείρησε να προχωρήσει σε επίδειξη ισχύος.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ παρέμενε ανυποχώρητη, ενώ άνθρωποι των γραμμάτων, του πολιτισμού και του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, τάχθηκαν υπέρ της κυβερνητικής απόφασης.
Το δημοψήφισμα και η στάση Στεφανόπουλου
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 2000, η εκκλησία ξεκινά να συγκεντρώνει υπογραφές με αίτημα τη διενέργεια δημοψηφίσματος βάσει του άρθρου 44 του Συντάγματος για το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες.
Στις 29 Αυγούστου του ίδιου έτους, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος παρέδωσε σχεδόν 3 εκατομμύρια υπογραφές (με βάση τα όσα ισχυριζόταν η εκκλησία), στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Από την πλευρά του, ο Κωστής Στεφανόπουλος δεν έκανε δεκτό το αίτημα των Ιεραρχών, απλώνοντας επί της ουσίας μία ασπίδα προστασίας γύρω από την κυβέρνηση.
Ο τότε ΠτΔ είχε επισημάνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη διενέργεια ενός δημοψηφίσματος όσον αφορά των ζήτημα των ταυτοτήτων.
Σε ανακοίνωσή της η Προεδρία της Δημοκρατίας «έκλεισε» το θέμα, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι «οι εκτός νομοθετημένης διαδικασίας συλλεγείσες υπογραφές δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τις διατάξεις του Συντάγματος».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις