Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι επαφές της ελληνικής με την αραβική γλώσσα (Μέρος Β’)
Τη μελέτη της ιστορίας των επαφών ανάμεσα στην ελληνική και την αραβική γλώσσα δυσχεραίνει κυρίως η ουσιαστική έλλειψη γραπτών μαρτυριών στη δεύτερη εξ αυτών έως την εμφάνιση του Ισλάμ
Μολονότι οι σχέσεις ανάμεσα στους Έλληνες και τους αραβόφωνους γηγενείς πληθυσμούς της Εγγύς Ανατολής υπήρξαν –όπως αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο μας– στενές και συνεχείς επί μία και πλέον χιλιετία (από την εποχή των εκστρατειών του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως την επικράτηση του Ισλάμ), οι δύο γλώσσες, η ελληνική και η αραβική, τουλάχιστον στη μορφή με την οποία τις γνωρίζουμε βάσει των διαθέσιμων πηγών, δεν εμφανίζουν παρά ελάχιστα δείγματα της επαφής αυτής. Κατ’ αρχάς, δεν υφίστανται μαρτυρίες για την αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο γλωσσών σε προφορικό επίπεδο, όπου η διάδραση θα ήταν λογικά εντονότερη απ’ ό,τι στο επίπεδο του γραπτού λόγου. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε εικόνα για το βαθμό αλληλοδιείσδυσης από πλευράς καθημερινού λεξιλογίου, πολιτικοστρατιωτικής ορολογίας ή συντακτικών δομών της καθομιλουμένης σε περιοχές όπως η Πέτρα της Ιορδανίας, η Παλμύρα της Συρίας ή τα ανατολικά σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Κατά δεύτερον, σε ό,τι αφορά τα γραπτά κείμενα στην ελληνική, οι σωζόμενες μαρτυρίες προέρχονται μόνο από γηγενείς αραβόφωνους που είχαν εξελληνιστεί και χρησιμοποιούσαν μια λόγια, υψηλού επιπέδου και αττικίζουσας μορφής κοινή, στην οποία δεν είχαν θέση στοιχεία της μητρικής τους γλώσσας. Τέτοιοι ήταν νεοπλατωνιστές σημιτικής καταγωγής, όπως ο Πορφύριος από την Τύρο (3ος αιώνας μ.Χ.), ο Ιάμβλιχος από τη Συρία (3ος-4ος αιώνας μ.Χ.) και ο Μαρίνος ο Νεαπολίτης από την Παλαιστίνη (5ος αιώνας μ.Χ.). Ωστόσο, δεν έχουμε στη διάθεσή μας κείμενα γραμμένα στην κοινή της ρωμαϊκής επαρχίας της Αραβίας, με τη μορφή είτε μιας πρωτότυπης εργασίας είτε μιας μετάφρασης από την αραβική γλώσσα. Ως εκ τούτου, δεν είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε την όποια επίδραση της αραβικής στην ελληνική – ακριβέστερα, σε μία από τις παραλλαγές της κοινής με την οποία έγραφαν τότε στην Αραβία.
Πέραν όμως των ανωτέρω, ο σημαντικότερος ανασχετικός παράγοντας στη μελέτη της ιστορίας των επαφών ανάμεσα στην ελληνική και την αραβική γλώσσα είναι η ουσιαστική έλλειψη γραπτών μαρτυριών στη δεύτερη εξ αυτών έως την εμφάνιση του Ισλάμ, δηλαδή επί μια ολόκληρη χιλιετία (αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι το παλαιότερο αραβικό σύγγραμμα που γνωρίζουμε, το Κοράνι, το ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων, είναι γραμμένο στη γλώσσα μιας περιοχής της αραβικής χερσονήσου στην οποία ουδέποτε επεκτάθηκε η ρωμαϊκή κυριαρχία). Τα λιγοστά διαθέσιμα στοιχεία για την προϊσλαμική αραβική –που δεν προέρχονται μάλιστα από τους Άραβες εκείνους που είχαν στενότερες επαφές με τους Έλληνες– συνίστανται σε ορισμένα ποιητικά κείμενα και σε κάποιες επιγραφές. Τα πρώτα, που αποτελούν καταγραφές προφορικώς μεταδοθείσης προϊσλαμικής ποίησης κατά την ισλαμική πλέον περίοδο, έχουν περιορισμένη χρησιμότητα, καθώς στην καλύτερη περίπτωση δίνουν πενιχρά αποτελέσματα σε λεξιλογικό και μόνο επίπεδο. Οι επιγραφές πάλι, οι μόνες άλλες διαθέσιμες πηγές για την προϊσλαμική αραβική, είναι γραμμένες σε διάφορες μορφές της λεγόμενης πρώιμης βόρειας αραβικής (προδρόμου της κλασικής αραβικής), αποτελούν δε έργο νομάδων της βόρειας Αραβίας. Οι γραπτές αυτές μαρτυρίες –ως επί το πλείστον, αναμνηστικές, επιτύμβιες ή αποτροπαϊκές επιγραφές– προσφέρουν μεν άφθονες πληροφορίες για αραβικά κύρια ονόματα και για τους γραμματικούς κανόνες των διαλεκτικών αυτών παραλλαγών της προϊσλαμικής αραβικής, αλλά σχεδόν τίποτα περισσότερο.
*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Πορφύριος από την Τύρο (3ος αιώνας μ.Χ.), νεοπλατωνιστής σημιτικής καταγωγής.
Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι επαφές της ελληνικής με την αραβική γλώσσα (Μέρος Α’)
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις