![Η δυσανεξία απέναντι στην πολιτική ευθύνη](https://www.in.gr/wp-content/uploads/2025/01/20180422-political-responsibility-for-economic-crises-image-02-1200x600.jpeg)
Η δυσανεξία απέναντι στην πολιτική ευθύνη
Ο πρωθυπουργός επέμεινε να μην αναλαμβάνει πραγματικά την πολιτική ευθύνη
Μπορεί ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην τηλεοπτική του συνέντευξη να προσπάθησε να μην ακολουθήσει τις επιλογές άλλων στελεχών της Νέας Δημοκρατίας που σε σχέση με τα Τέμπη μέχρι τα συλλαλητήρια φέρονταν σαν τρολ, απορρίπτοντας κάθε ευθύνη και ενίοτε συκοφαντώντας ακόμη και τους γονείς των θυμάτων.
Στην πραγματικότητα δεν είχε και άλλη επιλογή δεδομένης της τεράστιας παλλαϊκής συμμετοχής στα συλλαλητήρια, μια κινητοποίηση χωρίς προηγούμενο τα τελευταία χρόνια, στην οποία εμφανώς συμμετείχαν και άνθρωποι από το εκλογικό ακροατήριο της Νέας Δημοκρατίας.
Επομένως, ο πρωθυπουργός ήταν υποχρεωμένος να δείξει ότι εν μέρει κάνει πίσω από τις αρχικές δηλώσεις του, εμμέσως να παραδεχτεί ότι υπάρχουν ευθύνες και σε επίπεδο εταιρειών και σε επίπεδο κυβερνητικών στελεχών, και να συναινέσει σε προανακριτική εάν η δικογραφία αναφερθεί και σε ποινικές ευθύνες πολιτικών προσώπων. Σε μια προσπάθεια προφανώς να πείσει ότι ακούει την κοινωνία και έλαβε το μήνυμα. Βεβαίως, από εκεί και πέρα επέμεινε στο ότι τη διερεύνηση την κάνει η δικαιοσύνη.
Με αυτό τον τρόπο προσπάθησε να απευθυνθεί κυρίως σε ένα ακροατήριο πιο κοντινό προς το δικό του, να δείξει ότι «δεν σιωπώ» και «δεν κρύβομαι» και κάπως να «διαχειριστεί το αφήγημα» καθώς πια είναι βέβαιο ότι η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας δεν μπορεί να αποδεχτεί και απορρίπτει ως μη πειστικά όσα διατυπώθηκαν αρχικά και έχει σχηματίσει τη γνώμη ότι τα Τέμπη όχι μόνο ανέδειξαν σοβαρές κυβερνητικές πολιτικές ευθύνες για τα έργα που δεν έγιναν, αλλά και αντιμετωπίστηκαν με μια οργανωμένη επιχείρηση συγκάλυψης.
Μόνο που πολύ απλά δεν τα κατάφερε, δεν έπεισε.
Γιατί επιμένει να μην αναλαμβάνει την ευθύνη για όσα έγιναν.
Γιατί εξακολουθεί να μην απαντά ποιοι ήταν αυτοί που επέλεξαν από την πρώτη στιγμή να χειραγωγήσουν την ενημέρωση τροφοδοτώντας ακόμη και με πρακτικές «μονταζιέρας» το αφήγημα περί «ανθρωπίνου λάθους και μόνο».
Γιατί δεν εξηγεί ποιος έδωσε την εντολή να γίνει το διαβόητο «μπάζωμα», που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από «επιχειρησιακές ανάγκες» και γιατί δεν αναζητήθηκαν έγκαιρα και πλήρως οι πληροφορίες για το φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας.
Γιατί δεν παραδέχεται ότι αντιμετώπισε τις εκλογές του 2023 ως απαλλακτικό βούλευμα και μόνο τώρα έρχεται να παραδεχτεί ότι προφανώς και δεν «σβήστηκαν» οι ευθύνες κυβερνητικών παραγόντων τότε.
Και αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που ορίζεται η πολιτική ευθύνη και που στη χώρα μας ταυτίζεται με το πολιτικό κόστος.
Μόνο που πολιτική ευθύνη δεν σημαίνει πολιτικό κόστος. Το τελευταίο είναι δεδομένο και στη συγκεκριμένη περίπτωση ως ένα βαθμό μη αντιστρέψιμο, ακόμη και εάν στη συνέντευξη φάνηκε ότι ο πρωθυπουργός είναι διατεθειμένος να θυσιάσει ακόμη και τον Κ. Καραμανλή σε ενδεχόμενη σύσταση προανακριτικής επιτροπής, αφού προφανώς αυτή τη φορά θα του αποδώσει πλήρη ευθύνη και ακόμη και εάν επιλέξει να βάλει στο στόχαστρο την Hellenic Train.
Όμως, η πολιτική ευθύνη είναι μια συνολικότερη και ταυτόχρονα βαθύτερη έννοια.
Αφορά το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός, εκ του θεσμικού του ρόλου πρωτίστως έχει πάντα αντικειμενικά την ευθύνη για οτιδήποτε σχετίζεται με τη διακυβέρνηση, ιδίως όταν προτάσσει το «επιτελικό», δηλαδή πρωθυπουργικοκεντρικό, κράτος.
Οι ευθύνες, δηλαδή, δεν σταματούν στην εταιρεία ούτε στον προϊστάμενο υπουργό.
Και η επιχείρηση συγκάλυψης τον αφορά άμεσα, ακόμη και εάν ο ίδιος είπε απλά «κάντε αυτά που πρέπει, εγώ δεν θέλω να ξέρω».
Γι’ αυτό ο πρωθυπουργός είναι ούτως ή άλλως πολιτικά υπεύθυνος και για την τραγωδία και για τις όποιες απόπειρες πολιτικής συγκάλυψης. Και πολιτικά υπεύθυνος, το ξαναλέω, όχι με την έννοια ότι θα εισπράξει πολιτικό κόστος, αλλά με την έννοια ότι δεν στάθηκε στο ύψος του αξιώματός του, ότι υπήρξε, ως προς το συγκεκριμένο, ανάξιος αυτού του αξιώματος.
Και εδώ είναι που η επίμονη άρνηση ανάληψης αυτής της ευθύνης, με αποκορύφωμα τον υπαινιγμό ότι ο Σέρβος πρωθυπουργός μπορούσε να παραιτηθεί γιατί δεν έχει μεγάλες αρμοδιότητες, έρχεται να αποτελέσει η ίδια ένα πλήγμα στους θεσμούς.
Γιατί το ζήτημα στη συγκυρία που ζούμε, που σφραγίζεται από μια συνολικότερη έλλειψη εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς (ενίοτε τροφοδοτημένη και από τη στάση των ίδιων των θεσμών όπως έδειξε το επί της ουσίας δικαστικό κουκούλωμα της υπόθεσης των υποκλοπών), δεν είναι αν ο πρωθυπουργός θα καταδικαστεί στη συνείδηση των πολιτών για την όποια ευθύνη έχει.
Το ζήτημα είναι να μην εμπεδωθεί στους πολίτες η αίσθηση ότι οι πολιτικοί έχουν πάρει διαζύγιο με έννοιες όπως ευθύνη ή καθήκον και ότι η πολιτική είναι ένα πεδίο όπου κυριαρχεί μόνο ο κυνισμός. Γιατί αυτό είναι μια πραγματική υπονόμευση της δημοκρατίας.
Γι’ αυτό ήταν τόσο σημαντική η μαζική κινητοποίηση σε όλη την Ελλάδα. Δεν ήταν απλώς μια πλειοψηφική καταδίκη των κυβερνητικών χειρισμών. Ήταν μια συλλογική απαίτηση για δημοκρατία και δικαιοσύνη, μια απόδειξη ότι οι πολίτες δεν έχουν ακόμη -ευτυχώς- ενστερνιστεί πλήρως τον κυνισμό της λογικής ότι «τίποτα δεν αλλάζει» και ούτως ή άλλως οι πολιτικοί και τα συμφέροντα που εκπροσωπούν θα κάνουν «αυτό που θέλουν», λογική που άλλωστε προσπαθεί να εκμεταλλευτεί και η ακροδεξιά.
Κατά συνέπεια, σε σχέση με τα Τέμπη – και όχι μόνο –, αυτοί που έσωσαν την τιμή της δημοκρατίας ήταν οι χιλιάδες πολίτες, που έδειξαν ότι εξακολουθούν να αναζητούν θεσμούς που να μπορούν να αποδώσουν δικαιοσύνη, όσο ψηλά και εάν βρίσκονται οι υπεύθυνοι.
Μένει να δούμε εάν το αίτημά τους θα συνεχίσει να παραμένει αδικαίωτο.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις