
Αχιλλέας Κυριακίδης: «Θέλω τον Άνθρωπο δίπλα μου, δεν μπορώ τη μοναξιά»»
Στα 79 του χρόνια, ο Αχιλλέας Κυριακίδης, ο μεταφραστής του Μπόρχες και άλλων κορυφαίων συγγραφέων, αισθάνεται καλά, μεταφράζει ασύστολα, ετοιμάζεται να γράψει ένα ακόμα βιβλίο και μιλά στο in. Για τη δουλειά του, τη σχέση του με το χρόνο «όσο κάνεις πετάλι δεν πέφτεις από το ποδήλατο», μέχρι την «αρρώστια» με τον Ολυμπιακό.
Είναι η πρώτη μέρα της κακοκαιρίας Κόραλ, το κρύο είναι τσουχτερό και ο Αχιλλέας Κυριακίδης κάθεται απέναντί μου απολαμβάνοντας τη θαλπωρή της ζέστης του σπιτιού, μια κούπα καφέ και παραπονιέται για τον Χειμώνα.
– Σιχαίνεσαι τον Χειμώνα;
«Εντελώς, είμαι άνθρωπος του καλοκαιριού και της ζέστης. Το καλοκαίρι μου ανοίγει το μυαλό. Δεν είμαι ο άνθρωπος που καθίσει πλάι στο παράθυρο να γράψει και έξω να πέφτει η βροχή ή το χιόνι. Δεν μου αρέσει να τσιτσιρίζουν τα ξύλα στο τζάκι. Είναι το χειρότερό μου. Εμένα, κόλασή μου είναι το βουνό. Όταν πεθάνω το χειρότερό μου θα ήταν να μου πουν πήγαινε σ’ ένα σπίτι στο βουνό και κάτσε να γράφεις δίπλα στο τζάκι».
Δεν περίμενα ότι η κουβέντα μας θα ξεκινούσε με κάτι τόσο κοινότυπο όσο ο καιρός και το κρύο, ωστόσο όταν μιλάς με τον συγγραφέα, τον κινηματογραφιστή, αλλά και τον μεταφραστή των βιβλίων του Μπόρχες, του Κορτάσαρ, του Σεπούλβεδα κι άλλων συγγραφέων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ακόμα και αυτή η συζήτηση μπορεί να σε πάει αλλού, εν προκειμένω με δύο φράσεις του με ταξίδεψε στα βουνά και στο θάνατο, με εκείνον τον σαρκασμό και το μαύρο χιούμορ που τον διακρίνει.
«Θέλω τον άνθρωπο δίπλα μου. Δεν μπορώ μόνος μου, δεν μπορώ τη μοναξιά», μού λέει και μεταφέρει τη συζήτηση στο συγγραφικό σύμπαν. «Ακόμα και τη μοναξιά του συγγραφέα δεν τη θέλω. Ακόμα κι όταν γράφω προσπαθώ να μιλάω με τον εαυτό μου ή αν θέλεις με τον ιδανικό αναγνώστη στον οποίο προσβλέπω»
«Καμία πτυχή της μοναξιάς δεν σ’ ελκύει;». Η ερώτηση έρχεται αυτόματα, αλλιώς την είχα σχεδιάσει αυτή τη συνέντευξη, αλλά μπορεί να πάει στην άκρη ο κάθε σχεδιασμός.
«Μου αρέσει να οδηγώ μεγάλα ταξίδια και να είμαι μόνος μου. Άκουγα τις μουσικές μου και οδηγούσα», είναι η απάντηση
– Ο συνοδηγός σου τί είδους μουσική θ’ άκουγε μαζί σου;
«Κλασική μουσική κυρίως, αγαπημένα μου κομμάτια ή ό,τι βάζει το Τρίτο Πρόγραμμα, για όσο διάστημα τέλος πάντων πιάνεις το σταθμό, γιατί έξω απ’ την Αθήνα χάνεται το σήμα. Και κάποια παλιά ροκ κομμάτια».
-Φαντάζομαι ότι στη συλλογή συμπεριλαμβάνονται και κομμάτια από τον κινηματογράφο που επίσης λατρεύεις.
«Βέβαια. Αν κι έχω ενστάσεις για τη μουσική στον κινηματογράφο. Δεν λέω όχι στις μουσικές αλλά εκείνο που δεν μου αρέσει είναι να με προετοιμάζει γι’ αυτό που πρόκειται να δω. Για παράδειγμα δεν μου αρέσει να με τρομάζει πριν τρομάξω, αν είναι να τρομάξω. Δεν μου αρέσει να μου προκαταλαμβάνει το συναίσθημα».
»Το να ακούγεται μουσική στους τίτλους αρχής ή τέλους δεν έχω πρόβλημα. Υπάρχουν όμως ταινίες που η μουσική δεν βάζει γλώσσα μέσα της και αυτό με ενοχλεί πολύ. Με ενοχλούν οι ταινίες που δεν αφήνουν το φυσικό ήχο ν’ ακουστεί. Σκέψου να έβαζε ο Ταρκόφσκι μουσική στις ταινίες του και να μην άφηνε ν’ ακουστεί το νερό που στάζει ή τα φύλλα που παίρνει ο αέρας. Για φαντάσου να έβαζες έναν Μορικόνε εκεί πάνω, χάλια…».
-Για φαντάσου όμως τη σκηνή στο «Κάποτε τη Δύση», τη σκηνή του τραίνου που οι παράνομοι περιμένουν τον Τσαρλς Μπρόνσον. Πώς θα ήταν χωρίς το κομμάτι The Man With The Harmonica του Μορικόνε…
«Τη θυμάμαι τη σκηνή, αλλά τώρα μου έθιξες έναν σκηνοθέτη, τον Σέρτζιο Λεόνε που δεν αγάπησα ποτέ. Εντάξει, σε αυτό που λες υπάρχουν εξαιρέσεις. Αλλά μια ταινία που παίζει συνέχεια μουσική από πίσω δεν την μπορώ».
«Το απλό θα σου δείξει πάντα το δρόμο για το σύνθετο»,

Τα πρώτα χρόνια στο Κάιρο
Του προτείνω να κάνουμε μια παύση γιατί αν συνεχίσουμε έτσι είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι δεν θα καταφέρω να μάθω πράγματα για τα οποία έχω σημειώσει ερωτήσεις. Κάνουμε βουτιά πίσω στο χρόνο, στο Κάϊρο της Αιγύπτου όπου το 1946 γεννιέται ο Αχιλλέας Κυριακίδης. Θυμάμαι το τραγούδι «Ο Αχιλλέας από το Κάϊρο» του Κώστα Τουρνά, του το επισημαίνω, χαμογελάει.
«Έχω καλές αναμνήσεις από την Αίγυπτο, χωρίς να είναι πολλές. Μεγάλωσα σ’ ένα μικροαστικό περιβάλλον, με τον πατέρα μου να εργάζεται σε ιδιωτική εταιρεία και τη μητέρα μου ν΄ασχολείται με οικιακά. Ζούσαμε σ’ ένα ιδιότυπο γκέτο στο Κάϊρο. Θυμάμαι τη μητέρα μου να λέει «δεν θα βγείτε στο δρόμο να παίξετε με τ’ αραπάκια. Υπήρχε ένας ιδιότυπος ρατσισμός, σε καμία περίπτωση κακόβουλος. Ξέρεις, δεν έχω παίξει ποτέ στο δρόμο ή σε αλάνα όπως τα άλλα παιδιά».
»Πήγαινα σ’ ένα εξαιρετικό σχολείο που μάθαμε ελληνικά, αραβικά, γαλλικά, αγγλικά. Οι αναμνήσεις μου λοιπόν από το Κάϊρο είναι τα πάρα πολλά σινεμά και οι επίσης πολλές ταινίες που είδα εκεί, ο κοσμοπολίτικός χαρακτήρας της πόλης, αλλά και δύο δυσάρεστα περιστατικά: θυμάμαι την επανάσταση του 1952 όταν κινδυνέψαμε να μας κάψουν ζωντανούς στην πολυκατοικία που μέναμε και μας έσωσε τελευταία στιγμή ο στρατός και τον πόλεμο του 1956 του Σουέζ όταν και βομβαρδίστηκε το Κάιρο».
»Θυμάμαι πως κλείναμε με μπλε κουρτίνες τα παράθυρα. Έκτοτε έχω μια πυροφοβία και μια έντονη οσφρητική μνήμη καμμένου. Ακόμα και σήμερα δηλαδή όταν θα πάω σ’ ένα σινεμά και είμαι στριμωγμένος, με πολύ κόσμο θα ψάξω να βρω που είναι η έξοδος κινδύνου. Έχω φύγει από συναυλίες εξαιτίας αυτής της φοβίας».
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης θυμάται πως η πρώτη ελληνική ταινία που είδε ήταν «Τα Τέσσερα Σκαλοπάτια», παραγωγής του 1951 σε σκηνοθεσία του Γιώργου Ζερβού, με πρωταγωνίστρια τη Ζινέτ Λακάζ, ελληνίδα ηθοποιό που έπαιξε σε 4 ταινίες κι έκτοτε εξαφανίστηκε εντελώς απ’ το προσκήνιο.
«Έχω δει άπειρες ταινίες. Από τότε ξεκίνησε η αγάπη μου για το σινεμά και τη μουσική. Τότε γνώρισα το ροκ εν ρολ ή τα ελαφρολαϊκά τραγούδια της Ελλάδας. Ξέρεις, ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος βαρύτονος της Όπερας του Καΐρου. Έχω ακόμα μια ηχογράφησή του, είχε εξαιρετική φωνή».
Ο ερχομός στην Αθήνα
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 η οικογένεια Κυριακίδη επιστρέφει μόνιμα στην Ελλάδα. «Θυμάμαι ότι ήρθα με μεγάλο ενθουσιασμό», λέει. «Ανακαλύπτω την περιοχή του Ζωγράφου, πήγα στο σχολείο εκεί και ομολογώ ότι με είχε σοκάρει τότε η διαφορά της δικής μου σχολικής μόρφωσης με εκείνης των συμμαθητών μου. Ήταν κολοσσιαία υπέρ μου».
Ο Αχιλλέας Κυριακίδη εκείνης της εποχής είναι ένας έφηβος που διαβάζει από «Κλασσικά Εικονογραφημένα» έως τους κλασικούς συγγραφείς, αλλά στην Αθήνα ανακαλύπτει έναν διαφορετικό κόσμο. Διαβάζει Καζαντζάκη, Λουντέμη και λίγο αργότερα επισκέπτεται την κινηματογραφική λέσχη που εκείνη την περίοδο λειτουργούσε στον κινηματογράφο «Άστυ».
«Βλέπω για πρώτη φορά τον «Πολίτη Κέιν» και διαπιστώνω πως εδώ συμβαίνει κάτι άλλο. Δεν έμοιαζε με τίποτε απ’ όσα είχα δει έως εκείνη τη στιγμή. Αντιλαμβανόμουν ότι η ταινία ήθελε να μου πει πράγματα. Πως αυτό ήταν Τέχνη. Κάπως έτσι αυτομυήθηκα σε αυτόν το χώρο».
Κάνουμε μια παρένθεση για τις ταινίες του Έρολ Φλιν με τις οποίες –μεταξύ άλλων- μεγάλωσε πριν καταλήξει στον Όρσον Γουέλς. Για τα «κλασσικά εικονογραφημένα» και τα βιβλία της σειράς πριν φτάσουμε στους κλασικούς. «Το απλό θα σου δείξει πάντα το δρόμο για το σύνθετο», λέει, σημειώνοντας πως αυτές οι ταινίες και τα πρώτα διαβάσματα ήταν εκείνα που έβαλαν τις βάσεις για να πάει παραπέρα.
»Στην Τέχνη δεν υπάρχει «καταλαβαίνω». Ή αισθάνεσαι κάτι ή δεν το αισθάνεσαι», μού λέει και επικαλείται μια ατάκα του Ρομπέρ Μπρεσόν: «Δεν θέλω να καταλαβαίνουν τις ταινίες μου, θέλω να τις αισθάνονται».
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης και οι «θεοί» του.
Μιλώντας για εκείνους που λατρεύει, τους θεούς του, όπως τους αποκαλεί, αναφέρει τα ονόματα του Αντρέι Ταρκόφσκι στο σινεμά, του Μπόρχες στη λογοτεχνία, του Μίκη Θεοδωράκη στη μουσική και του… Ολυμπιακού!
Η κουβέντα ξαναγυρίζει στον Αχιλλέα της δεκαετίας του ΄60. «Το μεγάλο μου απωθημένο είναι που δεν έγινα γιατρός. Το ήθελα πάρα πολύ. Βλέπω έναν γιατρό και αισθάνομαι δέος για εκείνον που σε κάνει καλά, σώζει ζωές».
Μου εξηγεί πως παρά το γεγονός ότι ήταν εξαιρετικός μαθητής, στα μαθήματα της Φυσικής και της Χημείας δεν τα πήγαινε και τόσο καλά και χρειαζόταν φροντιστήριο εάν ήθελε να προχωρήσει πιο πέρα. «Χρήματα για φροντιστήριο δεν υπήρχαν τότε, κοίτα να δεις πως αλλάζει ρότα η ζωή ενός ανθρώπου».
Με το που τελειώνει το σχολείο συμβαίνουν δύο γεγονότα. Από τη μια πετυχαίνει σε ένα διαγωνισμό της Εθνικής Τράπεζας και προσλαμβάνεται. Από την άλλη περνάει με εξετάσεις στη Νομική Σχολή, ακολουθώντας το οικονομικό πεδίο. Βρισκόμαστε πλέον στην περίοδο της Χούντας.
«Η οικογένειά μου δεν ήταν πολιτικοποιημένη, δεξιόστροφη θα την έλεγα. Εγώ από την άλλη ήμουν προς κέντρο και ΕΔΑ. Δεν έκανα κάποια αντίσταση, αυτό που θυμάμαι ήταν πως περνούσαμε τους δίσκους του Μίκη λαθραία στην Ελλάδα. Κάπου τότε αρχίζω και να γράφω και διαβάζω Βασιλικό και Σαμαράκη. Ο Σαμαράκης είναι πολύ καλός συγγραφέας και δεν ξέρω γιατί υποτιμήθηκε. Ο Βασιλικός πάλι, ήταν μια αποκάλυψη για μένα».
Τον ρωτάω για τη γενιά του ’30 και ποιον ξεχωρίζει, αν υπάρχει κάποιος απ’ αυτήν. «Ο Κοσμάς Πολίτης», απαντά. «Κι ο Καραγάτσης ήταν εξαιρετικός πεζογράφος, αλλά ο Πολίτης ήταν σπουδαίος».
«Πενήντα χρόνια γάμου, εκατό χρόνια από τη γέννηση του Μίκη, πενήντα χρόνια απ’ το θάνατο του Σοστακόβιτς, εκατό χρόνια από την ίδρυση του Ολυμπιακού! Είναι η χρονιά μου φέτος»

Ζώντας στη Σαντορίνη
Λίγο πριν την πτώση της Χούντας, επισκέπτεται για πρώτη φορά τη Σαντορίνη. «Οι αγαπημένοι μου τόποι στους οποίους θα μπορούσα να ζήσω είναι η Αθήνα, η Σαντορίνη και το Παρίσι. Στη Σαντορίνη, ξέρεις, έχω ζήσει δύο χρόνια».
Ρωτάω πως συνέβη αυτό, γελάει και μου εξομολογείται πως για χάρη του νησιού παραιτήθηκε από την δουλειά του στην Εθνική Τράπεζα, προκαλώντας την αντίδραση του πατέρα του.
«Ήθελα να ζήσω πράγματα που δεν είχα ζήσει. Ένα απ’ αυτά ήταν να ζήσω στη Σαντορίνη. Εκείνη την περίοδο ολόκληρο το νησί είχε έναν καφενέ μόνο. Μιλάω λοιπόν μ’ ένα φίλο μου και αποφασίζουμε ν’ ανοίξουμε άλλο ένα. Σε πληροφορώ ότι έχεις μπροστά σου τον άνθρωπο που έφτιαξε τον πρώτο εσπρέσο στη Σαντορίνη».
Στήνουν το μαγαζί στα Φηρά με θέα την Καλντέρα. Είναι ένα παλιό πατητήρι κρασιού που το ονομάζουν «Κάναβα». Το μαγαζί θα δουλέψει εξαιρετικά για μιάμιση περίοδο, δουλεύοντας με τουρίστες. Η πορεία του θα λήξει άδοξα το καλοκαίρι του 1974 με την επιστράτευση λόγω της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.
Μεταπολίτευση
Με τον ερχομό της Μεταπολίτευσης, ο Αχιλλέας Κυριακίδης αποφασίζει να ζήσει στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο Παρίσι. Θα μείνει εκεί για κάποιους μήνες, καθώς την ίδια περίοδο ζει τον έρωτα της ζωής του -φέτος συμπληρώνουν 50 χρόνια γάμου- και λίγο αργότερα θα επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Με εντυπωσιάζει ο μισός αιώνας «επίσημου έρωτα» και το επισημαίνω. «Πενήντα χρόνια γάμου, εκατό χρόνια από τη γέννηση του Μίκη, πενήντα χρόνια απ’ το θάνατο του Σοστακόβιτς, εκατό χρόνια από την ίδρυση του Ολυμπιακού! Είναι η χρονιά μου φέτος», λέει γελώντας.
Η επάνοδος στην Αθήνα και ο έγγαμος βίος θα τον οδηγήσουν εκ νέου σε αναζήτηση εργασίας, την οποία και θα βρει και πάλι στον τραπεζικό τομέα. Παράλληλα όμως οι πνευματικές του ανησυχίες αναζητούν έξοδο. Ήδη, από το 1973 έχει εκδώσει την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Διαφάνεια» από τις εκδόσεις Δωδώνη, ενώ την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί και το πρώτο του μυθιστόρημα «Ο Ναπολέων Αστός σε νέες περιπέτειες». Τον ρωτώ πως μπλέκεται η μετάφραση στη ζωή του.
«Από τις αρχές της δεκαετίας του 70 είχα αρχίσει να μεταφράζω. Θυμάμαι πως η πρώτη μου προσπάθεια ήταν τα διηγήματα Αμερικανών συγγραφέων (Απντάικ, Σάλιντζερ, Καπότε κ.α.), αλλά εκείνη την εποχή ουδείς ενδιαφέρθηκε να τα εκδώσει».

Η επαφή με τον Μπόρχες, τον Κορτάσαρ, τον Σεπούλβεδα
Από το 1982 έως το 1991 θα μεταφράσει στα ελληνικά 8 βιβλία του Αργεντίνου συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες, τον οποίο είχε ανακαλύψει νωρίτερα, διαβάζοντας ένα βιβλίο του στ’ αγγλικά.
«Όταν πρωτοδιάβασα Μπόρχες είπα πως αυτόν πρέπει να τον διαβάσω στο πρωτότυπο. Και κάπως έτσι άρχισα να μαθαίνω ισπανικά, μπορώ να σου πω μάλιστα ότι είμαι αυτοδίδακτος στη γλώσσα».
Το πρώτο βιβλίο του Μπόρχες που θα μεταφράσει είναι το «Ρόδινο και το Γαλάζιο», το οποίο και θα εκδοθεί από τις εκδόσεις «Ύψιλον». Θ’ ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα, ενώ η επιτυχία τους τον ανακηρύσσει στον «επίσημο» μεταφραστή του Μπόρχες στην Ελλάδα.
«Είναι δύσκολος να μεταφραστεί. Είναι τόσο ακριβής στο γραπτό του που δεν μπορείς να ελιχθείς καθόλου. Δεν μπορείς να κάνεις κάποια παράκαμψη στη μετάφραση. Άλλοι που είναι πιο λυρικοί συγγραφείς, σου δίνουν το δικαίωμα να «χορεύεις» και λίγο μέσα στο κείμενό τους».
Τον ρωτάω τι ήταν εκείνο που τον τράβηξε στην μετάφραση. Η απάντηση είναι αφοπλιστική: «Επειδή θέλω να διαβάσεις κι εσύ αυτό που διάβασα εγώ και μου άρεσε. Τόσο απλά. Έχω μεταφράσει περίπου 150 βιβλία, από τα οποία είναι ζήτημα αν τα 20 απ’ αυτά έκανα επειδή με παρακάλεσε ο εκδότης, ή γιατί έπρεπε να βιοποριστώ. Όλα τα υπόλοιπα τα έκανα γιατί τ’ αγαπούσα, τα είχα διαβάσει ήδη και τα πρότεινα ο ίδιος στους εκδότες».
-Η πρώτη σου επαφή με τον Λουίς Σεπούλβεδα πώς ήταν;
«Έγινε μέσω του Γιώργου Μυρεσιώτη, των εκδόσεων Opera. Μου δίνει κάποια στιγμή ένα βιβλίο στα γαλλικά να διαβάσω. Ήταν το «Ένας Γέρος που Διάβαζε Ιστορίες Αγάπης». Ήταν ένα σπουδαίο μυθιστόρημα. Αρχίζω λοιπόν με αυτό και στη συνέχεια ακολούθησαν τα επόμενα, ήρθε και ο Σεπούλβεδα στην Ελλάδα, γνωριζόμαστε, ήταν ένας πολύ διαχυτικός άνθρωπος. Για ένα περίεργο λόγο πίστευε ότι ήμουν μποξέρ κάποια στιγμή στη ζωή μου»
-Πώς κι αυτό;
«Λόγω σωματότυπου. Μου έλεγε λοιπόν, «κομπανιέρο, θα πάμε στην Παταγονία οι δυο μας. Θα πιούμε, θα πιούμε, θα πιούμε και θα παίξουμε ξύλο!». Ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος. Έχω μεταφράσει όλα του τα βιβλία εκτός από ένα».
Η επόμενη ερώτηση έχει να κάνει με την επιτυχία της λογοτεχνίας της νότιας Αμερικής στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό και πως εξηγείται. «Μοιραζόμαστε κοινά πάθη, κοινούς ήλιους, κοινές πολιτικές τραγωδίες, εκεί κι αν έχουμε ομοιότητες. Γιατί μάς αρέσει ο λεγόμενος μαγικός ρεαλισμός; Επειδή είμαστε του παραμυθιού. Υπάρχει μέσα μας αυτό και μας γοητεύει πάντα. Αντιθέτως, δεν υπάρχει τέτοια σύνδεση με την σκανδιναβική λογοτεχνία».
Η κουβέντα ξανάρχεται στον χειμώνα, στον καιρό και στο Nordic noir, η υποκατηγορία της αστυνομικής λογοτεχνίας που γνωρίζει άνθηση εδώ και κάποια χρόνια. «Δες τις διαφορές σε σχέση με τη λογοτεχνία του νότου. Στον βορρά δεν έχεις φόνους πάθους, έχεις serial killers και διάφορους ανώμαλους που σκοτώνουν. Έχει κάτι πιο σκοτεινό. Νομίζω πως όλα αυτά είναι αποκύημα της ευδαιμονίας που βιώνουν εκεί».
Μεταφραστικά απωθημένα
Κι έρχεται η ερώτηση που περίμενα να κάνω από την αρχή. Πώς ακριβώς αισθάνθηκε όταν έπιασε για πρώτη φορά στα χέρια του το εμβληματικό «Κουτσό», του Χούλιο Κορτάσαρ.
«Πρέπει να σου πω ότι είχα 4 μεταφραστικά απωθημένα στη ζωή μου. Το πρώτο ήταν το «Κουτσό», είχα πει «αυτό το θέλω, πρέπει να το κάνω, θα πεθάνω και δεν θα το έχω κάνει; Όχι. Το πρότεινα, πήραμε τα δικαιώματα, το κάναμε. Ήμουν συγκλονισμένος, το πήρα στα χέρια μου, το μύρισα, το ξεφύλλισα, απίστευτο συναίσθημα. Το δεύτερο ήταν το «Κάτω απ’ το Ηφαίστειο» του Μάλκολμ Λόουρι που το έχασα απ’ τα χέρια μου την τελευταία στιγμή. Το τρίτο ήταν το «Ο Αχός και το Πάθος» του Φώκνερ που το μετέφρασα πρόσφατα και το τέταρτο ήταν η «Αισθηματική Αγωγή» του Φλωμπέρ. Νομίζω όμως ότι η υπάρχουσα μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά στο συγκεκριμένο βιβλίο ήταν τόσο πλήρης που δεν χρειάζεται να ειπωθεί κάτι άλλο».
-Ως αναγνώστης θα πω ότι ένα μεταφρασμένο βιβλίο μού «κλωτσάει» όταν δεν διαπιστώνω να έχει ρυθμό ή όταν η δομή του εμφανίζεται προβληματική σε σημείο που σε καταπιέζει να το προχωρήσεις. Ποια είναι τα στοιχεία μιας πετυχημένης μετάφρασης;
«Να μην φαίνεται πως είναι μετάφραση. Να νομίζεις ότι διαβάζεις το βιβλίο ενός Έλληνα συγγραφέα. Πρόσεξε όμως, να μη νομίζεις ότι διαβάζεις Κυριακίδη. Έχω ακούσει σχόλια, καλοπροαίρετα βέβαια, που λένε «κ. Κυριακίδη μόλις διαβάσω μια μετάφρασή σας καταλαβαίνω ότι την έχετε κάνει εσείς κι ας μην έχω δει τον μεταφραστή στο εξώφυλλο». Αυτό, πίστεψε με είναι ότι χειρότερο μπορείς να πεις σ’ έναν μεταφραστή. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχεις μεταφράσει τον Μπόρχες ή τον Κορτάσαρ, σημαίνει ότι έχεις βάλει το δικό σου ύφος στη μετάφραση. Ο μεταφραστής είναι δούλος του πρωτότυπου κειμένου και του συγγραφέα. Όπως στο λέω, δούλος. Κάνει ό,τι του λέει ο συγγραφέας, δεν μπορεί να ξεφύγει. Οφείλει να τον υπηρετήσει πιστά».
-Άρα δεν θεωρείς ότι ο μεταφραστής είναι «προδότης» του κειμένου.
«Όχι, δεν είναι προδότης. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν και τέτοιοι. Αν για παράδειγμα ένας μεταφραστής πάρει μια μεγάλη παράγραφο του συγγραφέα όπου δεν υπάρχουν σημεία στίξης και αρχίζει να βάζει τα δικά του, είναι «δολοφόνος». Έτσι το ήθελε ο συγγραφέας, πώς ακριβώς πας και το αλλάζεις;».
«Κρίμα που δεν έμαθα Γερμανικά»
Επανερχόμαστε στ’ απωθημένα του Αχιλλέα Κυριακίδη. «Είναι κρίμα που δεν έμαθα γερμανικά. Υπάρχουν Γερμανόφωνοι συγγραφείς που θα ήθελα πολύ να μεταφράσω». Ζητάω παραδείγματα και ακούω τα ονόματα των Γιόζεφ Ροτ, Φραντς Κάφκα και Τόμας Μαν. «Θα ήθελα να ξανακάνω τον Πύργο, την Δίκη, το Μαγικό Βουνό. Μακάρι να είχα χρόνια μπροστά μου, να μάθω Γερμανικά και να τα κάνω».
Μιλώντας γενικά για απωθημένα, εμφανίζεται σίγουρος. «Αν εξαιρέσεις αυτό που είπα, ότι ήθελα να γίνω γιατρός, από εκεί και πέρα ό,τι ήθελα το πέτυχα. Ήθελα τρεις κόρες, έκανα τρεις κόρες, είμαι ευτυχισμένος με τη γυναίκα μου. Τί άλλο να ζητήσω;».
«Το τέλος της σκέψης, το τέλος των πάντων. Θα ζητάς (από την AI) να γράψει ένα διήγημα με το ύφος του Μπόρχες και θα το κάνει… Η δυστοπία είναι εδώ.»

Τεχνητή νοημοσύνη
Το πρόσωπό του αλλάζει όταν η συζήτηση έρχεται στην τεχνητή νοημοσύνη και στο ρόλο της στην καθημερινότητα των ανθρώπων, κατ’ επέκταση και της μετάφρασης.
«Νομίζω ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε σ’ αυτό το πεδίο. Σε λίγο καιρό θα βγαίνουν μεταφράσεις από την AI. Eίναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει. Είναι ανατριχιαστικό. Ποιος σου απαντάει στο chat gpt? Δεν ξέρω τι θα συμβεί στο μέλλον, ειλικρινά. Θα ρωτάς για παράδειγμα που να φας ένα καλό χάμπουργκερ και θα σου έρχεται η απάντηση αμέσως».
-Θεωρείς ότι μιλάμε για το τέλος της σκέψης;
«Το τέλος της σκέψης, το τέλος των πάντων. Θα ζητάς να σου γράψει ένα διήγημα με το ύφος του Μπόρχες και θα το κάνει. Δηλαδή, η δυστοπία είναι εδώ. Πραγματικά δεν ξέρω σε τι κόσμο θα ζήσουν τα εγγόνια μου και τα δισέγγονά μου».
«Δεν μπορώ τους συγγραφείς χωρίς χιούμορ»
Τον ρωτώ για τους συγγραφείς που είναι μεν διάσημοι, αλλά ο ίδιος θεωρεί υπερεκτιμημένους. Σκέφτεται λίγο και αναφέρει τον Χένρι Τζέιμς, εξαιρώντας το βιβλίο του «Το στρίψιμο της βίδας».
«Δεν μπορώ τους συγγραφείς που δεν σκάει το χειλάκι τους. Που δεν έχουν έστω μια ανεπαίσθητη δόση χιούμορ. Ο Κάφκα είχε τρελό χιούμορ, μαύρο μεν, αλλά είχε. Υπάρχει ένας αυτοσαρκασμός, μια ειρωνεία. Δεν αγαπώ επίσης τον Χέμινγουεϊ. Δεν μου αρέσει αυτό το machismo που βγάζει, μού σπάει τα νεύρα. Ενώ ο Σελίν για παράδειγμα, ό,τι κι αν έχεις να πεις για τον άνθρωπο Σελίν, είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας. Αν κάνεις το λάθος και ταυτίσεις τον Σελίν με τις πολιτικές του πεποιθήσεις, την πάτησες. Είναι έγκλημα αυτό».
Καλοί στο διήγημα, όχι στο μυθιστόρημα
Μοιραία, η κουβέντα έρχεται και στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. «Βγαίνουν πάρα πολλά πράγματα πλέον, τα οποία δεν μπορώ να παρακολουθήσω, ειλικρινά. Μπορώ να σου πω ότι έχουμε πολύ καλούς ποιητές και ποιήτριες. Στο πεζό πάλι υπάρχουν άτομα που εκτιμώ. Κάποιοι άλλοι για τους οποίους θριαμβολόγησαν οι κριτικές, δεν έχω την ίδια άποψη».
-Γιατί έχουμε καλούς διηγηματογράφους και όχι τόσο σπουδαίους μυθιστοριογράφους;
«Επειδή είμαστε καλοί στον συνοπτικό, περιληπτικό λόγο και δεν έχουμε σχολή μυθιστορήματος. Κι αυτό συνέβη επειδή δεν περάσαμε Μεσαίωνα ή βιομηχανική επανάσταση. Επειδή δεν είχαμε τρένα. Η Άννα Καρένινα δεν θα μπορούσε να αυτοκτονήσει στην Ελλάδα, πού να έβρισκε το τρένο να πάει να πέσει; (γελάμε). Επειδή δεν είχαμε αστική τάξη. Είναι πολλά τα επειδή».
– Έχεις πάθει ποτέ αναγνωστικό ή συγγραφικό μπλοκάρισμα;
«Βεβαίως. Ειδικά τα δύο τελευταία χρόνια σε έντονο βαθμό. Ασχολούμαι με μεταφράσεις, με άλλα πράγματα που δεν προλαβαίνω να διαβάσω. Το συγγραφικό μπλοκάρισμα και αν είναι συχνό. Εκεί, ένας τρόπος υπάρχει να ξεμπλοκάρεις. Γράφοντας».
Αμύνομαι επιθετικά. Γράφω και δουλεύω συνέχεια. Δεν μπορώ να μην κάνω τίποτε. Κι εύχομαι να φύγω έτσι. Κάνοντας συνέχεια πετάλι, δεν πέφτεις απ’ το ποδήλατο…»

-Είσαι από εκείνους που λένε ότι το «βιβλίο αδικήθηκε από την ταινία» όταν μιλούν για μια αποτυχημένη -κατά τη γνώμη τους- κινηματογραφική μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου;
«Αν κάποιος θέλει να γυρίσει σε ταινία ένα μυθιστόρημα και να μείνει πιστός στο λογοτεχνικό έργο, γιατί να το γυρίσει; Βέβαια μιλάμε για λογοτεχνία και λογοτεχνία. Αν π.χ. γυρίσεις τις «Μεγάλες Προσδοκίες», θες, δεν θες, θα μείνεις πιστός στην ιδέα. Ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις, κι έχω πολλές τέτοιες στο μυαλό μου, που ο σκηνοθέτης δεν μεταφέρει το μυθιστόρημα. Μεταφέρει τη δική του άποψη ή θέαση για το μυθιστόρημα».
»Γι’ αυτό και πολλές φορές θα έχεις δει στους τίτλους της ταινίας τη σημείωση «βασισμένο σε…» ή «εμπνευσμένο από….». Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τη «Δίκη» του Όρσον Ουέλς που ήταν εμπνευσμένη από το βιβλίο του Κάφκα ή το «Αποκάλυψη Τώρα» του Κόπολα, που την εμπνεύστηκε από την «Καρδιά του Σκότους» του Κόνραντ».
»Τώρα, αν κάποιοι θέλουν πιστή μεταφορά ενός βιβλίου, θυμάμαι μια ταινία που είχε γυρίσει ο Μανουέλ ντε Ολιβέιρα -μου διαφεύγει ο τίτλος- στην οποία έκανε ακριβώς αυτό. Επί δυόμιση ώρες ακουγόταν ο αφηγητής του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε η ταινία και οι ηθοποιοί έκαναν ακριβώς ότι έλεγε αυτός». Για να καταλήξω, μιλάμε για ένα ψευτοδίλημμα εδώ, έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικά είδη τέχνης.
-Είσαι 79 ετών, μεταφράζεις δύο βιβλία, ετοιμάζεις να γράψεις ένα μυθιστόρημα και φαντάζομαι πως έχεις κι άλλα σχέδια στο μυαλό σου. Πώς είναι η σχέση σου με το χρόνο που περνάει;
«Έτσι αντιμετωπίζω τη σχέση μου με το χρόνο, όντας ενεργητικός. Αισθάνομαι πολύ καλά. Αμύνομαι επιθετικά. Γράφω και δουλεύω συνέχεια. Δεν μπορώ να μην κάνω τίποτε. Κι εύχομαι να φύγω έτσι. Κάνοντας συνέχεια πετάλι, δεν πέφτεις απ’ το ποδήλατο…»
-Να κλείσουμε την κουβέντα μας με τον Ολυμπιακό;
«Θεός, πηγαίνω στην εκκλησία κάθε Κυριακή και εκκλησιάζομαι. Έχω διαρκείας του Ολυμπιακού εδώ και σαράντα χρόνια. Πήγα να πεθάνω απ’ το κλάμα όταν πήραμε το ευρωπαϊκό πέρυσι. Δεν μπορείς να φανταστείς πως αισθάνομαι. Είναι το μόνιμο παράπονο της γυναίκας μου, πως πράγματα στη ζωή μου καθορίζονται απ’ το αν παίζει ο Ολυμπιακός».
INFO
Έχει εκδώσει 9 συλλογές διηγηµάτων και µικρών πεζών, 3 νουβέλες και 3 συλλογές δοκιµίων για τη λογοτεχνία και τον κινηµατογράφο. Έχει µεταφράσει πάνω από 140 έργα γαλλόφωνης, ισπανόφωνης, αγγλόφωνης και ιταλόφωνης λογοτεχνίας, ανάµεσα στους συγγραφείς των οποίων καταλέγονται και οι: Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Λουίς Σεπούλβεδα, Ζορζ Περέκ, Ρεµόν Κενό, Ζαν Εσνόζ, Χούλιο Κορτάσαρ, Ουίλιαµ Φόκνερ, Έρνεστ Χέµινγκουεϊ, Τζ. Ντ. Σάλιντζερ.
Έχει γράψει τα σενάρια 3 ταινιών µεγάλου µήκους και έχει σκηνοθετήσει 11 ταινίες µικρού µήκους σε δικά του σενάρια.
Έχει τιµηθεί µε το Κρατικό Βραβείο Διηγήµατος 2004 (Τεχνητές αναπνοές), µε το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης 2006 (Μπόρχες, Άπαντα τα πεζά) και το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης 2018 (Κορτάσαρ, Κουτσό), µε το Βραβείο Μετάφρασης του Ιδρύµατος Καβάφη 2007 (Αλ Ασουάνι, Το Μέγαρο Γιακουµπιάν), µε το Βραβείο Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας 2009 (Μοντιανό, Στο cafe της χαµένης νιότης) και µε το Βραβείο Μετάφρασης Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας 2015 (Βάσκες, Ο ήχος των πραγµάτων όταν πέφτουν).
Είναι επίτιµος διδάκτωρ του Ιονίου Πανεπιστηµίου, Τµήµα Μετάφρασης και Διερµηνείας, επίτιµος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου, Τµήµα Γαλλικής Φιλολογίας, Officier της Τάξεως των Τεχνών και των Γραµµάτων του Γαλλικού Κράτους.
Τελευταίο του βιβλίο είναι το «Κερί του Καρτέσιου κι άλλα Διηγήματα» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις