Τετάρτη 30 Απριλίου 2025
weather-icon 17o
Η Μεταπολίτευση και οι ιστορίες της: από την πολιτική ως τη γαστρονομία και τη λογοτεχνία

Η Μεταπολίτευση και οι ιστορίες της: από την πολιτική ως τη γαστρονομία και τη λογοτεχνία

Σε ένα συλλογικό τόμο για τη Μεταπολίτευση και τις ιστορίες της, σε επιμέλεια των Κώστα Κωστή και Σωτήρη Ριζά, συγκεντρώνονται 40 αναλύσεις πολιτικών, πανεπιστημιακών, ερευνητών και κριτικών για το αποτύπωμα μιας επετείου, οι αναγνώσεις της οποίας συνεχίζονται

Είναι αναμενόμενο -και καλοδεχούμενο, ως ένα βαθμό- ότι το πεδίο του αναστοχασμού για τη Μεταπολίτευση εμπλουτίζεται συνεχώς ύστερα από την «έκρηξη» εκδηλώσεων και συνεδρίων, αναπόφευκτα άνισων μεταξύ τους, κατά την περσινή συμπλήρωση 50 χρόνων από το αφετηριακό 1974. Ο μεγάλος τόμος «Ιστορίες της Μεταπολίτευσης» (εκδ. Πατάκη), σε επιμέλεια του Κώστα Κωστή, διευθυντή του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, και του Σωτήρη Ριζά,  διευθυντή Ερευνών στο Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού (Ακαδημία Αθηνών), με τη συνεργασία της Ανδρομάχης Θεοδωροπούλου, έρχεται να προστεθεί στην έκδοση με τα πρακτικά από το συνέδριο του Κύκλου Ιδεών «Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης», σε συνεργασία με το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών (εκδ. Επίκεντρο). Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στον νέο τόμο περιλαμβάνεται συνεισφορά του Ευάγγελου Βενιζέλου για τη «θεσμική αποτίμηση» της Μεταπολίτευσης, ενώ ο Σ.Ριζάς συμμετείχε στις εργασίες του συνεδρίου. Οι 40 ψηφίδες αποτίμησης για έξι θεματικές ενότητες -πολιτική, οικονομία, κοινωνία, διεθνές πλαίσιο, διαδικασίες εκσυγχρονισμού, κουλτούρα- λειτουργούν πλέον συμπληρωματικά στο ήδη συνταγμένο corpus (ενδεικτικά: Γιάννης Βούλγαρης, Β. Καραμανωλάκης – Η.Νικολακόπουλος – Τ.Σακελλαρόπουλος, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Νίκος Αλιβιζάτος, Χρήστος Λυριντζής, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ελισάβετ Κοτζιά, Κωστής Κορνέτης, Κώστας Κατσάπης, Νικόλας Σεβαστάκης κ.ά.).

Εν αρχή -και σ’ αυτό τον τόμο- θίγεται το ερώτημα για το πώς μπορούμε να ορίσουμε και να περιοδολογήσουμε τη Μεταπολίτευση. Ποιος είναι ο δοκιμότερος τρόπος για να χρησιμοποιηθεί: ως ιδρυτική στιγμή το 1974 και ως βραχύ διάστημα πολιτικών ανακατατάξεων έως το 1981; Ή ως «χρονότοπος» κατά την επιλογή των Μ. Αυγερίδη, Έφης Γαζή, Κ. Κορνέτη («Μεταπολίτευση», Θεμέλιο, 2015), οι οποίοι ακολουθούν την υπόδειξη του Μπαχτίν, καθιστώντας τη Μεταπολίτευση διαδικασία σε εξέλιξη, οριζόμενη ανάλογα με τις προσδοκίες και τους σχεδιασμούς πολλαπλών υποκειμένων; Ο Κ. Κωστής επιλέγει την τρίτη οδό και μαζί του συμφωνούν στις δικές τους συνεισφορές ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης («”Εμείς” και η “Ευρώπη”, μια μικρή μεταπολιτευτική ιστορία εθνικής αμφιθυμίας») και η Καλλιόπη Σπανού («Η δημόσια διοίκηση στη Μεταπολίτευση: το valse-hésitation του εκσυγχρονισμού»). Δεν είναι πάντως μια επιλογή αυτονόητη και ο Κ.Κωστής υπενθυμίζει μία σημαντική ένσταση άλλων αναλυτών: ότι η προσέγγιση της μακράς Μεταπολίτευσης επιβάλλει εκ των πραγμάτων μια αίσθηση «συνέχειας» αδιαφορώντας για τις επιμέρους διακριτές στιγμές.

Το έχουμε επισημάνει και για άλλους πολυσυλλεκτικούς τόμους, ότι η περίληψη 40 διαφορετικών κεφαλαίων σε ένα δημοσιογραφικό σημείωμα θα ισοδυναμούσε με λάκτισμα σε πολύ αιχμηρά καρφιά. Και πιθανότατα δεν θα είχε ουσιαστικό αντίκρισμα για τον ενημερωμένο αναγνώστη. Αντιθέτως, έχει νόημα η πρόσκληση προς τον τελευταίο να ξεπεράσει τη φυσιολογική αναστολή που προκαλεί ένα πόνημα 834 σελίδων και να εμπιστευτεί τη φιλοπεριέργειά του. Για γεγονότα ή πρόσωπα που γνωρίζει και έζησε, αλλά και για εκείνα που δεν βίωσε. Η ανάλυση από κεφάλαιο σε κεφάλαιο υπόσχεται επισημάνσεις που κατά τ’ άλλα περνούν κάτω από τα ραντάρ, υπομνήσεις που ξαναφωτίζουν ιστορικές στιγμές, έως και ανατροπές πέρα από τα δημοσιογραφικά κλισέ που κατά καιρούς υιοθετούμε (αν θέλουμε να συμβάλουμε με αυτοκριτική σε παρόμοιες αναγνώσεις). Στο πλαίσιο αυτό και για να μεταφέρουμε στο μέτρο του δυνατού το «ύφος του βιβλίου», επιλέγουμε ορισμένα σημεία.

Ο Σ. Ριζάς στην ακριβοδίκαιη αποτίμησή του για το «Ελληνικό πολιτικό σύστημα» επισημαίνει την «ομολογουμένως πρωτότυπη και διεισδυτική», όπως γράφει, ανάλυση της αμερικανικής πρεσβείας στις 15 Νοεμβρίου 1974 για τη «μετα-βενιζελική Ελλάδα»: πώς θα ερμηνευόταν δηλαδή η κληρονομιά του βενιζελισμού, ο οποίος έως τη δεκαετία του 1960 κάλυπτε ένα φάσμα το οποίο στη Δυτική Ευρώπη εκτεινόταν από τον φιλελευθερισμό έως τη σοσιαλδημοκρατία. Ακόμη και την άνοιξη του 1981, σημειώνει, ο Ανδρέας Παπανδρέου φαίνεται να εμμένει στη διαφοροποίηση μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και του Κέντρου ως βενιζελικής κληρονομιάς, καθώς αποφεύγει να οικειοποιηθεί τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τονίζοντας ότι ανήκει σε μια άλλη εποχή («ο βενιζελισμός είναι η προϊστορία του Κέντρου στην Ελλάδα»). Στη δική του «βιογράφηση» για το ΠΑΣΟΚ ο Χρύσανθος Τάσσης αναδεικνύει το ζήτημα για τον ρόλο του πολιτικού προσωπικού στη διαδικασία μετασχηματισμού του καπιταλιστικού κράτους (η περίφημη διαμάχη του Νίκου Πουλαντζά και του Ραλφ Μίλιμπαντ). «Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ επιλέγεται η μεταφορά στελεχών κυρίως από τις κλαδικές του οργανώσεις για να στελεχώσει και να μετασχηματίσει το κράτος. Παράλληλα, καταργεί τις θέσεις των γενικών διευθυντών στη δημόσια διοίκηση, ώστε με αυτόν τον τρόπο να μπορέσει να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας της. Η συγκεκριμένη πρακτική… δημιουργεί κατ’ αρχάς μια (θετική) εξέλιξη καθώς αναδεικνύονται “νέες κοινωνικές elite”… Ωστόσο, την ίδια στιγμή, η ενεργή ανάμειξη του “οργανωμένου” κόμματος στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση των κυβερνητικών υποθέσεων προκαλεί τριγμούς σε εσωκομματικό και κυβερνητικό πεδίο, καθώς τόσο οι κοινοβουλευτικοί όσο και οι τεχνοκράτες βλέπουν το οργανωμένο κόμμα ως “εμπόδιο” στην κυβερνητική και, κατ’ επέκταση, πολιτική του ισχύ». Στη δική του ανάλυση για την «εθνικολαϊκιστική συνθήκη» του ΠΑΣΟΚ ο Ανδρέας Πανταζόπουλος θυμίζει ένα χαρακτηριστικό άρθρο του Α.Παπανδρέου από το 1965, όπου ο τελευταίος περιγράφει την έννοια της «αποστασίας» στο ιστορικό και υπαρξιακό της βάθος, ομολογουμένως με εικόνες απείρου γλαφυρότητας, προτείνοντας στο τέλος τον «προοδευτικό εθνικισμό»: «Η “ελληνικότητα”, αυτή η “ρωμιοσύνη” μας είναι το σημείο τομής τόσο της παραδόσεώς μας όσο και των στόχων μας. Αν την χάσουμε, παύουμε να είμαστε Έλληνες. Διαλυόμεθα μέσα σε πλατύτερα σύνολα. Τέτοια καταστροφή την απαγορεύει η Ιστορία μας. Η Δεξιά, όμως, μας οδηγεί σε τέτοια καταστροφή… Η νοοτροπία της Δεξιάς οδηγεί σε μια Ελλάδα με μειωμένο πληθυσμό, που σε τριάντα χρόνια θα κατοικήται από γεροντάκια, με την πετσέτα στο χέρι για να υπηρετούν τις στρατιές των κουρασμένων περιηγητών, που θα αποτελούν τον βασικό οικονομικό μας πόρο. Θα είμαστε ένα γραφικό Μόντε-Κάρλο, όπου το μόνο απομεινάρι ελληνικού χρώματος θα είναι οι τσολιάδες της φρουράς…».

Την αντίστοιχη περιγραφή της Νέας Δημοκρατίας ως του πλέον «προσαρμοστικού κόμματος» στη Μεταπολίτευση επιχειρεί η Κωνσταντίνα Μπότσιου, η οποία σημειώνει ότι με την απόφαση να αποσύρει την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποτινάσσει το «σύνδρομο Ζυρίχης-Λονδίνου» που τον κατέτρυχε ως «υπηρέτη ξένων συμφερόντων» (μια εκτίμηση που ανήκει στον Ευάγγελο Βενιζέλο, όπως υποσημειώνεται, και που όντως ο πρώην υπουργός εξέφρασε συχνά στις αποτιμήσεις της περιόδου για την εξωτερική πολιτική). Την «πολιτισμική και πολιτική ορατότητα» της Αριστεράς αναλύει σε επόμενο κεφάλαιο ο Νικόλας Σεβαστάκης επισημαίνοντας εξαρχής ότι το πολιτισμικό ύφος του χώρου συνιστούσε έναν διμέτωπο αγώνα: «κατά της κιτς, χουντικής λαϊκότητας και κατά του απολιτικού, “αμερικανόφερτου” κύματος που καταδικαζόταν ως θολό, αλλοτριωμένο και αποπροσανατολιστικό». Και παρακάτω: «Αγκιστρώθηκε σε αυτό που ο Νίκος Σβορώνος είχε ονομάσει αντιστασιακό ήθος του ελληνισμού». Είναι μια εκτίμηση, προσθέτουμε από την πλευρά μας, που βλέπουμε να επαληθεύεται κάθε φορά, για παράδειγμα, που το «Μεγάλο μας τσίρκο» του Καμπανέλλη απομακρύνεται από τη συγχρονία του και «εργαλειοποιείται» -υπό τη μορφή παράστασης, επιθεώρησης ή απλώς παρλάτας- εκφράζοντας το μακραίωνο παράπονο ενός λαού μαρτυρικού για την αλυσίδα του ξένου δυνάστη.

Κατά μία έννοια, η ανάλυση του Ν.Σεβαστάκη συνδέεται μέσω μιας νοητής γέφυρας με την τελευταία ενότητα του τόμου περί κουλτούρας. Εκεί όπου η Ελισάβετ Κοτζιά αναρωτιέται εάν η πεζογραφία αποτύπωσε τις παθογένειες που σφράγισαν τη Μεταπολίτευση πριν σκάσει το κύμα της οικονομικής κρίσης (η απάντηση είναι «όχι»), ο Δημήτρης Τζιόβας εστιάζει στο ιστορικό μυθιστόρημα ως καθρέφτη των ιστορικών αλλαγών (σε μια συμπύκνωση του βιβλίου του, που κυκλοφορεί πλέον από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), ο Λύσανδρος Φαληρέας αναδεικνύει τις πολιτισμικές ταυτότητες που εκφράστηκαν στην Ελλάδα μέσω της μουσικής (πολύ ενδιαφέρουσα εδώ η επιλεκτική χρήση τραγουδιών από διαφορετικές «εποχές» της δισκογραφίας), η Σίσσυ Αλωνιστιώτου καταγράφει τις περιόδους ακμής και παρακμής των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ο Βασίλης Μασσέλος στέκεται στα παραμορφωτικά κάτοπτρα της Μεταπολίτευσης μέσα από τις τάσεις της γαστρονομίας («σύμφωνα με τον Λευτέρη Λαζάρου, στο καλοκαιρινό “Βαρούλκο” (Aqua) το 2001 τα έσοδα από πώληση πούρων ξεπερνούσαν αυτά του φαγητού»). Τέλος, η Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου αναλύει τις σχέσεις αγάπης-μίσους ανάμεσα στην ελληνική διανόηση και τον δυτικό κόσμο, ενώ η Τζένη Λιαλιούτη τον αντιαμερικανισμό στην Γ’ Ελληνική Δημοκρατία (παρεμπιπτόντως, αυτός ο τελευταίος είναι ο όρος που προτιμά και ο Κ.Κωστής για να αποτυπωθεί η περίοδος των 50 χρόνων από το 1974). Ύστερα από την ανάγνωση του κεφαλαίου γεννιέται η υπόθεση εργασίας αν ο αντιαμερικανισμός δεν συνιστά τελικά μία παγιωμένη συνεκτική αφήγηση, αλλά μία από τις πολλές εκδοχές ενός «λαϊκισμού εν υπνώσει», ο οποίος μπορεί να παίρνει και άλλες μορφές ανάλογα με την ιστορική συγκυρία, π.χ.  αντιγερμανισμός.

Σχολιάσαμε ήδη ότι η παράθεση όλων των κεφαλαίων, ακόμη και στον προνομιακό χώρο μίας ηλεκτρονικής έκδοσης, μπορεί να καταντήσει άχαρη για τον αναγνώστη. Αξίζει, όμως, αν μη τι άλλο, να υποδείξουμε τα υπόλοιπα σημεία αιχμής στην «αφήγηση» του τόμου: η Άκρα Δεξιά, η πολιτική βία, τα δημόσια οικονομικά και η ελληνική οικονομία, η εθνική άμυνα, ο ενεργειακός τομέας, οι ανισότητες και η φτώχεια, η εμπορική ναυτιλία, ο εκσυγχρονισμός και η αστάθεια στην κεφαλαιαγορά (εδώ φυσικά ο κερδοσκοπικός πυρετός του 1998 – 1999), η ύπαιθρος και η μεσαία τάξη, η κοινωνία πολιτών, η σχολική και ανώτατη εκπαίδευση, η μετανάστευση, ο φεμινισμός, η εξωτερική πολιτική και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (από τον καθ’ ύλην αρμόδιο Παναγιώτη Κ. Ιωακειμίδη), ο Στρατός και το Ναυτικό (Τάσος Σακελλαρόπουλος), το ΕΣΥ, οι συνδικαλιστικές και εργοδοτικές οργανώσεις, ο ρόλος της Εκκλησίας (ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, που θίγει όσια και ιερά για ζηλωτές όλων των μεταπολιτευτικών εποχών).

Πρώτοι οι συντελεστές του τόμου γνωρίζουν ότι ακόμη και μέσα στην πολυσυλλεκτικότητα και τον πληθωρισμό της η εργασία προσφέρει απλώς «ψηφίδες» σε μια αυτο-ανάλυση εν εξελίξει. Το υπονοεί άλλωστε ο πληθυντικός αριθμός στις «ιστορίες» του τίτλου: ιστορίες αντί μίας και μεγάλης Ιστορίας. Στο σημείο αυτό διαφαίνεται και μία από τις συνάφειες με το συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, όπου υπήρχε ειδική ενότητα με τις «Μαρτυρίες» και τις «Αφηγήσεις» της Μεταπολίτευσης. Ακόμη και μετά την ολοκλήρωση των κειμένων η ίδια η ιστορική συνθήκη έχει επιβάλει τροποποιήσεις, ανατροπές, ακόμη και ακυρώσεις -ειδικά αν σκεφτούμε τον εχθροπαθή αναθεωρητισμό του Τραμπ και το σημείο μηδέν της ευρωπαϊκής ανασύνταξης. Χρειαζόμαστε, όμως, παρόμοιες αναψηλαφήσεις που διατηρούν ενεργή την επεξεργασία τραυμάτων και θαυμάτων μέσω της μνήμης. Μιλάμε, άλλωστε, για τα 50 από τα 200 χρόνια της νεοελληνικής διαδρομής, ενώ μας περιμένουν και άλλες επέτειοι: το 1828 ως αρχή της διακυβέρνησης Καποδίστρια και το 1830 ως έτος σύστασης του νεότερου κράτους.

Σημείωση 1: «Το 1999 η χρηματοπιστωτική πομφόλυξ στο Χρηματιστήριο Αθηνών υπήρξε η απαρχή μιας περιόδου υπερβολής… Η αστακομακαρονάδα όμως δεν ήταν πάντα σύμβολο του λεγόμενου “snob value”. “Το ελληνικό φαΐ δεν είχε ποτέ αλαζονεία. Ο θείος μου […] έφερνε σπίτι μας κάτι αστακούς και κωλοχτύπες, που η μάνα μου μαγείρευε με μακαρόνια για να φτουρήσουν και δεν μας έκανε ιδιαίτερη αίσθηση, δεν είχαμε ιδέα ότι τρώμε αστακομακαρονάδα. Σιγά την γκλαμουριά. Το ότι έχουμε ονομάσει τα πράγματα και τα αξιολογούμε με βάση την οικονομική τους αξία και όχι τη γευστική, μας έχει καταβαρθρώσει” σχολίαζε εύστοχα η Εύη Βουτσινά» (από το κεφάλαιο «Η γαστρονομία στη Μεταπολίτευση», Βασίλης Μασσέλος).

Σημείωση 2: «Η λαϊκιστική-ριζοσπαστική εκδοχή της Άκρας Δεξιάς θρέφεται κυρίως από τον φόβο και τον θυμό απέναντι στην “εθνική υποχώρηση”, ενώ ο δεξιός εξτρεμισμός τροφοδοτείται από εσωτερικευμένα αισθήματα “ταπείνωσης”, αφετηρία για την ενεργοποίηση των οποίων είναι η ήττα του φασισμού και του ολοκληρωτισμού από τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Ο δεξιός εξτρεμισμός έχει τα χαρακτηριστικά μιας ρεβάνς των ηττημένων, οι οποίοι αναζητούν την κατάλληλη ευκαιρία για να πάρουν εκδίκηση. Αυτή η νοοτροπία… συμπυκνώθηκε με ευκρίνεια με τη δήλωση του Νίκου Μιχαλολιάκου λίγο πριν από τις εκλογές του 2012: “[Είμαστε] η σπορά των νικημένων του 1945» (από το κεφάλαιο «Η Άκρα Δεξιά στη Μεταπολίτευση», Βασιλική Γεωργιάδου).

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ALTER EGO MEDIA A.E.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Τετάρτη 30 Απριλίου 2025
Απόρρητο