
Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Μεταφραστικές συναντήσεις κατά την αρχαιότητα (Μέρος Ε’)
Η διαφορετική προσέγγιση των Ιερών Γραφών έμελλε να διαμορφώσει με την πάροδο του χρόνου ένα νέο ιδανικό για το μεταφραστή λογοτεχνικών κειμένων: τον πλήρη σεβασμό προς το πρωτότυπο
Τέσσερις περίπου αιώνες μετά τον Κικέρωνα, ένας ένθερμος θαυμαστής του, ο Άγιος Ιερώνυμος, διάσημος λόγιος και συγγραφέας (μέσα 4ου – αρχές 5ου αιώνα μ.Χ.), συνέχιζε να ακολουθεί την αρχή της ελεύθερης ή κατά παράφραση απόδοσης του κειμένου, στο δικό του μεταφραστικό έργο από τα ελληνικά στα λατινικά. Την ίδια μέθοδο, της –κατά το πρότυπο του Κικέρωνος– απόδοσης του περιεχομένου (sensus de sensu), εφάρμοζαν και οι περισσότεροι μεταφραστές της εποχής του Ιερωνύμου. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε το πεδίο της βιβλικής μετάφρασης, όπου υιοθετήθηκε βάσει οδηγίας του Ιερωνύμου η κατά λέξη απόδοση (verbum e verbo) των κειμένων. Οι Άγιες ή Ιερές Γραφές απαιτούσαν διαφορετικό χειρισμό, καθώς σε αυτές, όπως επισημαίνει σε μια επιστολή του ο Ιερώνυμος, ακόμα και η σειρά των λέξεων είναι μυστήριο.
Η διαφορετική αυτή προσέγγιση των Ιερών Γραφών έμελλε να διαμορφώσει με την πάροδο του χρόνου ένα νέο ιδανικό για το μεταφραστή λογοτεχνικών κειμένων: τον πλήρη σεβασμό προς το πρωτότυπο, δηλαδή ένα ύφος που ήταν αρχικά συνυφασμένο με τον υποτιμημένο υπηρέτη της πιστής μετάφρασης. Μάλιστα, το καινούριο μεταφραστικό ύφος έγινε περί τα τέλη της ύστερης αρχαιότητας ο κανόνας για οποιαδήποτε σχεδόν μεταφραστική δραστηριότητα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Η κατάσταση αυτή παρέμεινε αμετάβλητη στη Δύση έως την Αναγέννηση, όταν επικράτησε μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για τις μεταφράσεις, συγγενής τόσο με το κλασικό ιδεώδες της ελεύθερης λογοτεχνικής μετάφρασης όσο και με τα σύγχρονα μεταφραστικά πρότυπα.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το ζήτημα της βιβλικής μετάφρασης, σημείο αναφοράς αποτέλεσε ασφαλώς το σημαντικότατο σώμα κειμένων των Εβδομήκοντα, η πρώτη μετάφραση της Βίβλου στην ελληνική, έργο που διεκπεραιώθηκε από την Πτολεμαϊκή Περίοδο έως τις αρχές της ρωμαϊκής κατάκτησης. Η γλώσσα των Εβδομήκοντα –όπου η απόδοση της εβραϊκής δεν υπόκειται σε ιδιαίτερους περιορισμούς, όπως μαρτυρεί η ελληνική μετάφραση της Πεντατεύχου– περιεβλήθη κατ’ αρχήν με το κύρος της αυθεντίας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν στους κόλπους του ιουδαϊσμού και εκείνοι που επεδίωκαν μια σαφώς στενότερη σχέση με το εβραϊκό κείμενο της Βίβλου, όπερ και εγένετο σε μεταγενέστερες βιβλικές μεταφράσεις. Ανάλογη πορεία με τη μετάφραση των Εβδομήκοντα ακολούθησε σε γενικές γραμμές η βιβλική μετάφραση από την ελληνική σε άλλες γλώσσες, κάτι που σημαίνει ότι κάθε μεταγενέστερη φάση, κάθε αναθεωρημένη μετάφραση, ήταν λιγότερο ελεύθερη, περισσότερο συνεπής και πλησιέστερη προς την ελληνική γλώσσα (διαφωτιστικό είναι εν προκειμένω το παράδειγμα των μεταφρασμένων στη συριακή Ευαγγελίων).
*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Εβδομήκοντα (έκδοση του 1892, πηγή: Ψηφιοθήκη ΑΠΘ).
Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Μεταφραστικές συναντήσεις κατά την αρχαιότητα (Μέρος Α’)
Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Μεταφραστικές συναντήσεις κατά την αρχαιότητα (Μέρος Β’)
Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Μεταφραστικές συναντήσεις κατά την αρχαιότητα (Μέρος Γ’)
Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Μεταφραστικές συναντήσεις κατά την αρχαιότητα (Μέρος Δ’)
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις