
Ο πραγματικός αντίπαλος
Η κυβέρνηση πιστεύει ότι θα διαχειριστεί και κυρίως θα εκτονώσει το ρήγμα ανάμεσα σε αυτήν και την κοινωνία «κατασκευάζοντας» τον αντίπαλο που προτιμά. Εγχείρημα, καταδικασμένο σε αποτυχία
Εάν κανείς παρατηρήσει το πώς κινείται η κυβέρνηση υπό το βάρος του τεράστιου κινήματος που ζητά «οξυγόνο», απαιτώντας αλήθεια και δικαιοσύνη για τα Τέμπη, –αλλά επιμένω όχι μόνο η τραγωδία ήταν η θρυαλλίδα- θα δει ότι διαλέγει βασικά δύο κατευθύνσεις.
Η πρώτη είναι αυτό που παραδοσιακά περιγράφεται ως «αλλαγή ατζέντας». Αυτό δεν αφορά μόνο την προβολή ενός «σαρωτικού ανασχηματισμού», που δεν συνοδεύτηκε βεβαίως από «σαρωτική αλλαγή πολιτικής», παρά το γεγονός ότι ακριβώς αυτό είναι το κοινωνικό αίτημα, αλλά επεκτείνεται και στην προσπάθεια να προβληθεί «θετικό κυβερνητικό έργο». Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τελευταία ανασκόπηση του ίδιου του πρωθυπουργού.
Όμως αυτή η πολλάκις δοκιμασμένη συνταγή το πιθανότερο είναι αυτή τη φορά να αποτύχει, ακριβώς γιατί αυτό που συμβαίνει τώρα στην κοινωνία δεν είναι κάτι που αφορά μία μεμονωμένη πολιτική επιλογή ή ένα συγκεκριμένο πρόβλημα της καθημερινότητας, αλλά τον πυρήνα του ύφους και του ήθους της διακυβέρνησης. Και αυτό εξηγεί γιατί σε αυτή τη φάση οι «θετικές οικονομικές επιδόσεις» και το αφήγημα του success story, που βεβαίως δεν συγκαλύπτουν τη βαθύτερη «αναπτυξιακή αμηχανία» που βιώνει η χώρα, δεν «γυρίζουν το κλίμα».
Η άλλη κατεύθυνση που επιλέγει η κυβέρνηση αναζητώντας διέξοδο είναι αυτή της επιλογής, ή, πιο σωστά, της «κατασκευής» αντιπάλου. Και εδώ είναι σαφές ότι η κυβέρνηση θέλει να σχηματίσει μια εικόνα ότι αυτό που έχει απέναντί της είναι κατά βάση ένας συνδυασμός ανάμεσα στη δυσαρέσκεια, τη μεμψιμοιρία, τη θυμική αντίδραση, και γενικά μια ανορθολογική τοποθέτηση, σεβαστή μόνο ως «συναίσθημα» και όχι ως πολιτική θέση, η οποία έλκεται από πολιτικά σχήματα και προσωπικότητες που εκπροσωπούν τη διαμαρτυρία – ενίοτε και τη φωνασκία – χωρίς περιεχόμενο, πρόταση και σχέδιο.
Η κυβέρνηση επιχειρεί δηλαδή την επιστροφή στο δίπολο «εμείς που μπορούμε να εγγυηθούμε τη σταθερότητα ή το χάος». Με αυτό τον τρόπο ελπίζει ότι θα μπορέσει να (επανα)συσπειρώσει την κρίσιμη μερίδα ψηφοφόρων που θα της επιτρέψει να τα πάει καλά στην επόμενη εκλογική μάχη, τυπικά σε δύο χρόνια.
Μόνο που είναι μια κατεύθυνση που δεν αντιλαμβάνεται ποιος είναι ο πραγματικός αντίπαλος. Και αυτός δεν είναι όσες και όσοι πιστεύουν ότι σήμερα «καβαλάνε το κύμα» της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Ο «αντίπαλος» είναι η ίδια η κοινωνία.
Μια κοινωνία που πίστεψε το 2019 ότι η χώρα αποκτούσε «κανονικότητα», για να δει σταδιακά ότι αυτή δεν σήμαινε μικρότερη επισφάλεια ή αγωνία για το αύριο, σε μια χώρα που έχει «ανάπτυξη» σε επίπεδο ευημερίας των αριθμών αλλά όχι αναπτυξιακή προοπτική.
Μια κοινωνία που πειθάρχησε σε σημαντικό βαθμό στα περιοριστικά μέτρα στην περίοδο της πανδημίας και ταυτόχρονα είδε τη χώρα να έχει από τις χειρότερες επιδόσεις στην Ευρώπη ως προς τον αριθμό των θυμάτων, ακριβώς γιατί το δημόσιο σύστημα υγείας δεν σταμάτησε να δέχεται πλήγματα.
Μια κοινωνία που παραδοσιακά επενδύει στη μόρφωση των παιδιών ως έναν τρόπο να έχουν καλύτερο αύριο και σήμερα βλέπει την κυβέρνηση να μην προκρίνει την αναβάθμιση των δημόσιων πανεπιστημίων, αλλά τη διευκόλυνση ιδιωτικών και κατά βάση κερδοσκοπικών «παραρτημάτων» αμφιβόλου ποιότητας.
Μια κοινωνία που πιστεύει στη δικαιοσύνη και τη διεκδικεί και ταυτόχρονα βλέπει την πολιτική εξουσία είτε να εξασφαλίζει το αναγκαίο συγχωροχάρτι, όπως στην περίπτωση των υποκλοπών, είτε να μην συμβάλει στην αποκάλυψη των αιτίων (και την απόδοση των ευθυνών) όπως στην περίπτωση των Τεμπών.
Μια κοινωνία που θέλει να εμπιστευτεί τους θεσμούς της δημοκρατικής Πολιτείας και την ίδια στιγμή βλέπει τη διαρκή χειραγώγησή τους, από τη λειτουργία του κοινοβουλίου ως μηχανισμού διεκπεραίωσης προειλημμένων αποφάσεων, έως την άσκηση πίεσης στις Ανεξάρτητες Αρχές που αντιμετωπίζονται κατά βάση ως προεκτάσεις του κυβερνητικού μηχανισμού.
Μια κοινωνία που θέλει να κυβερνιέται από κυβερνήτες που θα έχουν το θάρρος να λένε «ναι, σε αυτό το θέμα κάναμε λάθος και έχουμε ευθύνη» και δεν θα κρύβονται πίσω από τις «διαχρονικές αδυναμίες» του κράτους, όχι γιατί αυτές δεν υπάρχουν αλλά γιατί δεν μπορούν να αποτελούν ένα εσαεί άλλοθι.
Όλα αυτά οι άνθρωποι δεν τα αντιλαμβάνονται «θυμικά». Μπορεί, ίσως, να μην μπορούν να τα διατυπώσουν με την ευφράδεια των «πολιτικών αναλυτών», αλλά τα νιώθουν μέσα από την εμπειρία τους όλες τις στιγμές που αναμετρώνται με αυτά: από την ουρά για ένα λεωφορείο που πάντα θα αργεί, στο ταμείο του σουπερμάρκετ όπου ο λογαριασμός είναι πάντα μεγαλύτερος ακόμη και εάν το καλάθι ήταν μικρότερο, στην αναμονή σε κάποια εξωτερικά ιατρεία νοσοκομείου, στη συζήτηση με το παιδί και το ποια σχολή θα του δώσει προοπτική, στη παρακολούθηση των ειδήσεων και τη διάχυτη αίσθηση ατιμωρησίας, στα χαμόγελα των υπουργών και την αναντιστοιχία με τα προβλήματα που δεν αντιμετωπίζουν, σε όλες τις πληροφορίες που βλέπουν και διαβάζουν (και που όχι δεν έρχονται όλες από bots που θέλουν την «αποσταθεροποίηση» της χώρας) και τους κάνουν να αγωνιούν.
Όλα αυτά οι άνθρωποι τα σταθμίζουν και τα σκέπτονται πολύ πιο ουσιαστικά από ό,τι πιστεύουν στο κυβερνητικό επιτελείο.
Και γι’ αυτό δεν θα αποτύχει μόνο η προσπάθεια «αλλαγής ατζέντας», αλλά και η προσπάθεια της κυβέρνησης να «υποδείξει» ποιον ή ποια αντίπαλο θεωρεί πιο βολική και εξυπηρετική για το πολιτικό της αφήγημα.
Πρωτίστως γιατί αυτή τη στιγμή η κοινωνία δεν αναζητά κάποιον ή κάποια που να είναι «φωνή διαμαρτυρίας». Όχι γιατί δεν είναι διαμαρτυρόμενη σήμερα η κοινωνία, αλλά γιατί καταλαβαίνει ότι η δική της αδιαμεσολάβητη φωνή, αυτή που ακούστηκε σε όλες τις πλατείας της χώρας, είναι πιο δυνατή και δεν χρειάζεται αυτόκλητες και αυτόκλητους «εκπροσώπους».
Εάν αναζητά κάτι η κοινωνία είναι εκείνο το πολιτικό συμβόλαιο που να εγγυάται την αποκατάσταση της λειτουργίας των θεσμών, τη δικαιοσύνη σε όλες τις διαστάσεις και πρωτίστως το να ακούγεται και να γίνεται σεβαστή η βούλησή της.
Και μέχρι τώρα αντισυμβαλλόμενος δεν έχει βρεθεί.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις