
Περιηγήσεις στην Αττική και τα κρυμμένα ίχνη της
Ο οδηγός «Περιηγήσεις στην Αττική» της Καλλιόπης Κοντιζά υπόσχεται διαδρομές σε άγνωστες, αθέατες και μυστικές τοποθεσίες, έτσι ώστε η ιστορία και το περιβάλλον να αποκαλύπτονται από την αρχή στα μάτια των περιπατητών
Λέμε συνήθως –και δικαίως- ότι ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσεις μία πόλη είναι να την περπατήσεις. Πόσω μάλλον όταν η περιπατητική εμπειρία συνοδεύεται από τη γνώση που έχει ήδη αποκτηθεί και την έρευνα για τις αθέατες όψεις της. Αυτή είναι η περίπτωση της Καλλιόπης-Στυλιανής Κοντιζά, φιλολόγου στο 2ο Γυμνάσιο Κορωπίου, η οποία αποτυπώνει τις προσωπικές της διαδρομές στον τόμο «Περιηγήσεις στην Αττική» (195 σελίδες), ο οποίος μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΩ (aomegaekdoseis.gr).
Πρόκειται για μια περιδιάβαση λιγότερο στην «ορατή» Αθήνα και κυρίως στην «αόρατη», την κρυμμένη ή άγνωστη. Από το Θέατρο του Διονύσου και τον Άγιο Δημήτριο Λουμπαρδιάρη έως τους Ταξιάρχες Καλυβίων και τα κτίρια του 19ου αιώνα στον Άγιο Κωνσταντίνο Κερατέας, για να μείνουμε σε ελάχιστα παραδείγματα. Η συγγραφέας αναπλάθει βήμα βήμα διαδρομές σε μια μεγάλη περιοχή αναδεικνύοντας παλαιότερα πολιτισμικά ίχνη, ιστορικές λεπτομέρειες σημαντικές για την τοπική κουλτούρα, ακόμη και τα τραύματα ή τις πληγές κάθε τόπου, που αναπόφευκτα περνάνε κάποτε στο «σώμα» της κοινότητας. «Εστιάζει σε άγνωστα, δυσπρόσιτα και εντελώς περιφερειακά μνημεία ή και ερείπια, ξεχασμένα ακόμα και από τους ξεναγούς, χαμένα μέσα στο αττικό τοπίο (αστικό ή αγροτικό), ταπεινωμένα και καταφρονημένα από τον κάτοικο –αστό της Αττικής γης» σημειώνει στα προλεγόμενα η Διοτίμα Λιαντίνη.

Και είναι όντως εναλλακτική αυτή η περιήγηση, καθώς η Κοντιζά ψάχνει τα κατάλοιπα του παρελθόντος και τα απομεινάρια παλαιών οικισμών δίπλα στη σύγχρονη ανάπτυξη, τα ηλιακά πάνελ των χωραφιών και τις εκφάνσεις του υπερτουρισμού. Η εκκίνηση του βιβλίου είναι ενδεικτική στην πρώτη διαδρομή, καθώς η συγγραφέας αναζητά τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Αττικής. Εκτός από εκείνη του Ιλισσού ή του μάρτυρα Λεωνίδη, στην οδό Αρδηττού, υποδεικνύει τη βασιλική στην περιοχή των Τραχώνων, στον Άλιμο, τη βασιλική της Γλυφάδας (δίπλα στο κέντρο «Αστέρια», ποιος να το περίμενε;), των Σπάτων («κρυμμένη μέσα στα χωράφια»), του Ολύμπου Καλυβίων και της Βραυρώνας, ομολογουμένως η πιο εντυπωσιακή.

Για την απόφοιτο του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ το να περιγράφει τον θολωτό τάφο του Μενιδίου ως τον επιβλητικότερο και καλύτερα διατηρημένο μυκηναϊκό είναι, προφανώς, σαν να κομίζει γλαύκα στις Αχαρνές. Αλλά για τον αναγνώστη –έστω και τον ενημερωμένο- συνιστά μάλλον μια ανακάλυψη και προτροπή να επισκεφτεί την τοποθεσία. Βρίσκεται, λοιπόν, στην περιοχή του Κόκκινου Μύλου (θέση Λυκότρυπα), τρία χιλιόμετρα νότια από το κέντρο της σημερινής πόλης, στην οδό Φιλαδελφείας. Από το βιβλίο αντλούμε και τις πληροφορίες για την ιστορία του: «Ανασκάφηκε στα 1879 από αρχαιολόγους του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών σε συνεργασία με τον τότε Γενικό Έφορο Αρχαιοτήτων Π.Σταματάκη, μόλις τρία χρόνια μετά από τις εντυπωσιακές ανακαλύψεις του Ερρίκου Σλήμαν στις Μυκήνες… Είναι επισκέψιμος και μάλιστα οι αρχαιοφύλακες είναι εξαιρετικές και ξεναγούν τους λιγοστούς επισκέπτες που φθάνουν μέχρι εκεί. Στο εσωτερικό του έχουν βρεθεί ενδιαφέροντα και σπάνια κτερίσματα τα οποία βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ανάμεσα στα άλλα και ένα μουσικό όργανο, μια λύρα από ελεφαντόδοντο, που μαρτυρά τις επαφές του κατόχου του τάφου με τη Συρία και την Ανατολή».

Στις άλλες διαδρομές όπου μας προσκαλεί η συγγραφέας περιλαμβάνονται φρούρια και πύργοι (αξίζει εδώ μια υπόμνηση για το φρούριο των Αιγοσθένων, στο Πόρτο Γερμενό, 450 μ. από τη θάλασσα του Κορινθιακού Κόλπου), αρχαία θέατρα, βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες (λεπτομέρεια μεσ σημασία: οι δύο κίονες μέσα στην εκκλησία των Ταξιαρχών στα Καλύβια), η Βραυρώνα, η Πεντέλη, η δυτική Αθήνα, η Ελευσίνα και τα Μέγαρα, ο δρόμος από την Κερατέα ως το Σούνιο, ο Υμηττός, ο Μαραθώνας (προφανώς τα αντίγραφα των ρωμαϊκών αγαλμάτων από το ιερό της Μπρέξιζας) και η Πάρνηθα. Αν ένα απόσπασμα μπορεί να αποδώσει κάτι από την κρυφή γοητεία αυτών των τόπων, που περιμένουν να ανακαλυφθούν, ας είναι από την πλευρά του Υμηττού προς τη Βάρη, όπου βρίσκεται το σπήλαιο του «Νυμφόληπτου» ή Αρχέδημου: «Ο Αρχέδημος έζησε τον 5ο αι π.Χ και ήταν γλύπτης. Κάποια στιγμή στη ζωή του αποφάσισε να αποσυρθεί από τα εγκόσμια και βρήκε καταφύγιο σε αυτό το σπήλαιο που ήταν αφιερωμένο στον Πάνα και στις Νύμφες. Το σπήλαιο έχει παντού σημάδια της παρουσίας του και των παρεμβάσεών του. Είναι ένας υπέροχος λατρευτικός χώρος, φτιαγμένος από έναν αρχαίο νεραϊδοπαρμένο, όπως θα λέγαμε σήμερα, καλλιτέχνη. Η λατρεία του Πάνα και των νυμφών συνεχίστηκε μέχρι τα πρωτοβυζαντινά χρόνια, οπότε και οι χριστιανοί τη σταμάτησαν. Από τον 17ο αι. και μετά διάφοροι περιηγητές βασισμένοι σε αρχαίες μαρτυρίες, καθώς και στις οδηγίες των ντόπιων, το εντόπισαν και το επισκέφθηκαν, όπως συνέβη και με το σπήλαιο του Νταβέλη στην Πεντέλη».


Με τον τρόπο της η Καλλιόπη Κοντιζά θυμίζει ότι κάποτε θέλεις να ξαναδείς τον τόπο που βιώνεις καθημερινά με βλέμμα πρωτόγνωρο. Να τον ανακαλύψεις, δηλαδή. Ξεπλυμένο σχεδόν από τη ρύπανση τεχνητού φωτισμού, τον επικοινωνιακό θόρυβο και τις τουριστικές ατραξιόν. «Όπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά, άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου που έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου· τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι» γράφει ο Σεφέρης στο «Ναυάγιο της Κίχλης».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις