Ήταν το 1999 όταν η Εμιλί Ντεκέν έστρεψε όλα τα βλέμματα του κόσμου πάνω της. Ο λόγος δεν ήταν άλλος από τη συμμετοχή της στην ταινία των αδελφών Νταρντέν, «Rosetta».

Η ταινία, ήταν η «παρθενική» της Ντεκέν. Αυτό όμως δεν στάθηκε ούτε μια στιγμή εμπόδιο μπρος στο έμφυτο, θα έλεγε κανείς, ταλέντου της ηθοποιού, το οποίο οδήγησε εκτος από την βράβευσή της στις Κάνες και σε μια μακρά πορεία επιτυχημένων ταινιών και ερμηνειών.

«Rosetta»

Γραμμένη και σκηνοθετημένη από τους Λουκ και Ζαν Πιερ Νταρντέν, με τη χρήση κυρίως μιας κάμερας χειρός και χωρίς μουσική επένδυση, η ταινία «Rosetta» κινείται σε γενικές γραμμές στην παράδοση της «Mouchette» του Ρουμπέρ Μπρεσόν και του «Le notti di Cabiria» του Φελίνι: μια ασυμβίβαστη απεικόνιση της πραγματικής φτώχειας και της τρομερής βαρυτικής έλξης της ανίας και της απόγνωσης που αυτή ασκεί.

Είναι επίσης μια φωτεινή και συμπονετική περιγραφή μιας νεαρής γυναίκας που παλεύει να βγει από τον βάλτο της ένδειας. Αυτή είναι κατά διαστήματα έξαλλη, απογοητευμένη και παράξενα αδιάφορη.

Εμιλί Ντεκέν

Η Εμιλί Ντεκέν ήταν η 18χρονη μη επαγγελματίας ηθοποιός  που ανακάλυψαν οι αδελφοί Νταρντέν για να σηκώσει το βάρος αυτής της ταινίας. Το αποτέλεσμα; 90 λεπτά στα οποία σπάνια η Ντεκέν βρίσκεται εκτός εικόνας, και συχνά στο πιο ερευνητικό κοντινό πλάνο, με την κάμερα να καταγράφει κάθε τρεμούλιασμα, κάθε γκριμάτσα, και – σε μια πολύ συγκινητική στιγμή – το μοναδικό, όμορφο και «διαπεραστικό» χαμόγελό της.

Πρόκειται για μια από τις πιο εξαιρετικές, ανυπόκριτες ερμηνείες στον κινηματογράφο όλων των εποχών, και η Ντεκέν κάνει την «υποκριτική» με τις σπουδές, τα στάνταρ και τις πομπώδεις εκφράσεις και χειρονομίες να μοιάζει πραγματικά ευτελής.

Η Ροζέτα

Η ταινία αρχίζει σε media res καθώς η Ροζέτα αντιστέκεται οργισμένη στην απόλυσή της από μια δουλειά σε εργοστάσιο λόγω της επίμονης αργοπορίας της. Μια «ανήσυχη» κάμερα στον ώμο την παρακολουθεί καθώς παλεύει με το αφεντικό της και εκδιώκεται βίαια από το εργοστάσιο από την αστυνομία.

Η Ροζέτα ζει με την ατημέλητη, αλκοολική μητέρα της σε ένα βελγικό τροχόσπιτο και καίγεται από την επιθυμία για αυτό που οι αστοί θεωρούν δεδομένο: μια κανονική δουλειά, μια κανονική ζωή. Τα βγάζει πέρα με ένα είδος μαστορέματος, πουλώντας μεταχειρισμένα ρούχα που η μητέρα της επιδιορθώνει σε σπάνιες στιγμές νηφαλιότητας.

Αλλά ακόμη και οι άθλιες δουλειές του μπλε κολάρου που θέλει είναι δυσεύρετες- η μυρωδιά της οργισμένης απελπισίας της απωθεί τους νευρικούς διευθυντές και επιστρέφει πάντα στην αρένα της οικιακής της ντροπής. Αυτό είναι το τρομερό πάρκο τροχόσπιτων όπου η βουβή μητέρα της, κατατονική από το ποτό και την αυτοαπόρριψη, αποτελεί παράδειγμα της ιλιγγιώδους αβύσσου της ματαιότητας πάνω από την οποία η Ροζέτα βρίσκεται τώρα να ακροβατεί.

Αυτή η εικόνα εστιάζει με ψυχρή, αποφασιστική σαφήνεια στο τι σημαίνει φτώχεια. Βρίσκει τις τοποθεσίες της τόσο στην πόλη όσο και σε ένα είδος υποβαθμισμένης ποιμαντικής: η Ροζέτα εκδιώκεται από τις φρικτές Εδέμ των καταστημάτων και των εργοστασίων και πρέπει να «βγάλει» μια ζωή λαθροθηρεύοντας σε μια όχθη ποταμού παγιδεύοντας ψάρια σε σπασμένα μπουκάλια.

Κάμερα στην Εμιλί- πάντα

Η εκπλήρωση των υποχρεώσεών της μοιάζει με ζωντανό θάνατο, αλλά για τη Ροζέτα είναι ένα σήμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ύπαρξης, για την οποία αξίζει να κάνει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης μιας τρομερής πράξης προδοσίας εναντίον του Ρικέ (Φαμπρίτσιο Ροντζιόνε), ενός αγοριού που είναι ξεκάθαρα ερωτευμένο μαζί της.

Η κάμερα των Νταρντέν είναι πάντα εκεί, τρέχοντας δίπλα στη Ροζέτα καθώς περπατάει βλοσυρά παντού – καθώς σπάνια ή ποτέ δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το λεωφορείο.

Η Ροζέτα τρέχει πάντα. Τρέχει σαν κατεστραμμένο παιδί από τους εργοδότες που της παίρνουν τη δουλειά, τρέχει να πιάσει τη μητέρα της που έχει κάνει κοπάνα, τρέχει να ξεφύγει από τον Ρικέ. Και η κάμερα τρέχει πίσω της, μοιάζοντας να συμμετέχει στην απελπισμένη και εξευτελιστική πάλη που πάντα ακολουθεί. Η Ροζέτα εξακολουθεί να αγωνίζεται και δεν έχει καταρρεύσει στην απόγνωση.

Η μόνη φορά που χαμογελάει είναι όταν ένας συμπαθής νεαρός πέφτει. Οι αυστηρές καθημερινές της ρουτίνες υποδηλώνουν μια ψυχαναγκαστική ανάγκη για τάξη, και στη μοναδική πιο συγκινητική στιγμή πέφτει για ύπνο επαναλαμβάνοντας τη λιτανεία: «Βρήκα δουλειά, ζω μια φυσιολογική ζωή, δεν θα πέσω σε τρύπα, καληνύχτα».

Από ρήτορας ηθοποιός

Γεννημένη στις 29 Αυγούστου 1981, η Εμιλί Ντεκέν άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα ορθοφωνίας και ρητορικής στην Ακαδημία Baudour σε ηλικία οκτώ ετών. Σε ηλικία 17 ετών, απέκτησε τον πρώτο της ρόλο στην ταινία «Rosetta» των αδελφών Νταρντέν. Η ταινία κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο διάσημο Φεστιβάλ των Καννών, καθώς και το βραβείο καλύτερης ηθοποιού.

Μια ολοκληρωμένη ηθοποιός

Αφού αυτή η πρώτη απόπειρα εξελίχθηκε σε αριστούργημα, η Εμιλί Ντεκέν αποφάσισε να ολοκληρώσει τις σπουδές της και δεν επέστρεψε στην οθόνη παρά μόνο δύο χρόνια αργότερα. Τότε άλλαξε εντελώς ρότα, υποδυόμενη την κληρονόμο Μαριάν ντε Μορανζιά στην ταινία περιπέτειας «Le Pacte des loups», ένα γαλλικό blockbuster που σκηνοθέτησε ο Κριστόφ Γκαν και σημείωσε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία.

Η γεννημένη στην Αινώ ηθοποιός ακολούθησε μια καριέρα που κυμαίνεται από την κωμωδία («Une femme de ménage», «Mariées, mais pas trop», «Les États-Unis d’Albert», «Maman a tort») έως το δράμα («Le Grand Meaulnes», «La fille du RER», «À perdre la raison») και τις σειρές («The Missing»).

Πολυάριθμα βραβεία

Το 2013, κέρδισε το πρώτο της βραβείο Magritte καλύτερης ηθοποιού για τον ρόλο της ως απελπισμένη μητέρα στην ταινία του Ιωακίμ Λαφός «À perdre la raison», μια ταινία που βασίζεται χαλαρά στην υπόθεση της Ζενεβιέβ Λερμίτ. Στη συνέχεια κέρδισε το βραβείο άλλες δύο φορές: το 2015 για το «Pas son genre» και το 2018 για το «Chez nous», μια ταινία μεγάλου μήκους του Λουκά Μπελβό που περιγράφει την άνοδο ενός ακροδεξιού κόμματος στη βόρεια Γαλλία.

Το 2023, κέρδισε και πάλι το βραβείο Magritte για την «Καλύτερη Γυναικεία Ερμηνεία» για το «Close» του Βέλγου σκηνοθέτη Λουκά Ντοντ, μια συγκλονιστική ταινία για τη φιλία και την ευθύνη. Το 2025, ήταν και πάλι υποψήφια στην κατηγορία «Καλύτερη Γυναικεία Ερμηνεία» για την ταινία «TKT».

Εκτός από τα βραβεία Magritte και το πρώτο της βραβείο στις Κάννες, η ηθοποιός κέρδισε επίσης έναν δεύτερο Χρυσό Φοίνικα με το βραβείο καλύτερης ηθοποιού στην κατηγορία «Un certain regard» για τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην ταινία «À perdre la raison» το 2012, καθώς και ένα Σεζάρ για τον δευτερεύοντα ρόλο της στην ταινία «Les choses qu’on dit, les choses qu’on fait» του Εμανουέλ Μουρέ.

Έχει κερδίσει συνολικά 15 κινηματογραφικά βραβεία, μεταξύ των οποίων τρία Swann d’or (καλύτερης ηθοποιού και δύο φορές καλύτερης ηθοποιού) στο φεστιβάλ Cabourg και ένα βραβείο Fipresci στο φεστιβάλ Palm Springs.

«Survive»

Το 2023, η Βελγίδα ηθοποιός ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής «Un Certain Regard» στο Φεστιβάλ των Καννών, αλλά την ίδια χρονιά ανακοίνωσε ότι πάσχει από καρκίνο. Την επόμενη χρονιά, τον Αύγουστο, δήλωσε ότι έπρεπε να «επικεντρωθεί ξανά στην υγεία (της)» και να ακυρώσει τις υποχρεώσεις της.

Η ηθοποιός είχε εμφανιστεί στο κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ Καννών λίγους μήνες νωρίτερα, χαμογελαστή, με τα μαλλιά της κοντά και λεπτά λόγω της θεραπείας της, για να γιορτάσει την 25η επέτειο της ταινίας των αδελφών Νταρντέν «Rosetta» και να παρουσιάσει την τελευταία της ταινία με τον συμβολικό τίτλο «Survive».

*Πηγές: The Guardian, L’echo