
«Τελευταία τριλογία»: ο Μπέκετ λίγο πριν το τέλος
Στην «Τελευταία τριλογία» περιέχονται κείμενα που ο Σάμιουελ Μπέκετ έγραψε ανάμεσα στο 1977 και το 1987, την περίοδο πριν πεθάνει. Σε αυτά κυριαρχούν η μνήμη, η μοναξιά και η αίσθηση του πένθους
Τον Ιανουάριο του 1977 ο Σάμιουελ Μπέκετ έχει μόλις αναρρώσει από μία βρογχίτιδα που τον ταλαιπωρεί το προηγούμενο διάστημα. Έχει επιτρέψει επίσης το ανέβασμα του «Περιμένοντας τον Γκοντό» στο Γιοχάνεσμπουργκ από τον «Θίασο» του Mannie Manim υπό τον όρο «τα εισιτήρια να διατίθενται στο κοινό χωρίς φυλετικές διακρίσεις» (κατά τ’ άλλα αρνούνταν το ανέβασμα παραστάσεων επί απαρτχάιντ). Και έχει υπογράψει μία έκκληση –κάτι εντελώς ασυνήθιστο για τη δημόσια συμπεριφορά του- εναντίον της επιβολής στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία. Κυρίως, όμως, νιώθει «καταδικασμένος στη φήμη» φτάνοντας στο περίφημο συγγραφικό αδιέξοδο: δεν μπορεί να βρει την τέλεια απομόνωση στο Παρίσι για να γράψει το επόμενο έργο.
Η αλλαγή έρχεται με κάποιες πρώτες σημειώσεις που κρατάει εκείνη την περίοδο γράφοντας τις εναρκτήριες σελίδες ενός κειμένου που αρχικά ονομάστηκε «Verbatim» («Λέξη προς λέξη») και «Φωνή». Το αδιέξοδο φαινόταν να σπάει και όντως οδήγησε σε ένα από τα τελευταία σημαντικά κείμενά του, το οποίο πλέον γνωρίζουμε με τον τίτλο «Συντροφιά». Είναι ένα από τα τρία που περιέχονται στην έκδοση «Τελευταία τριλογία – Σκιρτήματα» της «Εστίας», σε μετάφραση, εισαγωγή και επίμετρο του Θωμά Συμεωνίδη. «Πάσχισα να γράψω πάλι στα αγγλικά για να υπάρξω βλέποντάς με μέσα από αυτό, σαν ένα είδος συντροφιάς…» διαβάζουμε στην επιστολή του Μπέκετ προς τον φίλο του Ρούμπι Κον, την οποία αναφέρει ο Τζέιμς Νόουλσον στην εξαντλητική βιογραφία «Η κατάρα της δόξας» ( κδ. Scripta, 2001, μτφ. Γιώργος Ι. Μπαμπασάκης). Πρόκειται ίσως για το πιο αυτοβιογραφικό κείμενο του Μπέκετ, όπου βέβαια τα στοιχεία δεν είναι άμεσα, αλλά διαθλώνται μέσω της μυθοπλασίας. «Μικρό αγόρι βγαίνεις από το κρεοπωλείο του Κόνολι κρατώντας τη μητέρα σου από το χέρι. Στρίβετε δεξιά και προχωράτε σιωπηλά προς τον Νότο κατά μήκος της Εθνικής Οδού. Ύστερα από καμιά εκατοστή βήματα κλίνετε προς το εσωτερικό και ξεκινάτε τη μεγάλη ανηφόρα που οδηγεί στο σπίτι. Προχωράτε σιωπηλοί χέρι χέρι μέσα στον ζεστό ήρεμο καλοκαιρινό αέρα. Είναι αργά το απόγευμα και έπειτα από καμιά εκατοστή βήματα ο ήλιος εμφανίζεται πάνω από την κορυφή. Κοιτώντας τον γαλανό ουρανό και μετά το πρόσωπο της μητέρας σου διακόπτεις τη σιωπή ρωτώντας αν δεν είναι στην πραγματικότητα πολύ περισσότερο απόμακρος από ό,τι φαίνεται. Ο ουρανός εννοείται. Ο γαλανός ουρανός…» (μτφ. Θ. Συμεωνίδης).

Τα περιστατικά είναι επιλεγμένα σαν σκηνές σε ένα μυθιστόρημα για να φωτίσουν ορισμένα θέματα, ιδιαίτερα εκείνα της μοναξιάς και της ερωτικής απουσίας, εξηγεί ο Νόουλσον: «Ενώ αποκαλύπτει ό,τι φαίνεται να είναι αυστηρά προσωπικό… το βιβλίο αντικρούει κάποιες βασικές αρχές της εξομολoγητικής αυτοβιογραφίας, μία από τις οποίες είναι ότι ο νυν εαυτός μπορεί να εξηγηθεί μέσω αναφορών σε παλαιότερες προσωπικές εμπειρίες… Ο Μπέκετ, όμως, διαρρηγνύει το καλούπι αυτό μην παρουσιάζοντας τις αναμνήσεις με χρονολογική σειρά και παραβλέποντας εσκεμμένα οποιονδήποτε σημαντικό αντίκτυπο ενδέχεται να είχαν ή να μην είχαν στον μετέπειτα εαυτό». Ο Μπέκετ, άλλωστε, είχε δείξει ήδη σκεπτικισμό για τη μέθοδο του Προυστ –στην ομότιτλη μελέτη του 1930- κρατώντας αποστάσεις από τον ρόλο της μνήμης. Στη δική του περίπτωση η τελευταία αναδύεται εν πολλοίς ως επινόηση («από πού καταφτάνουν οι αναμνήσεις;», τίνος είναι η φωνή που μιλάει;).
Η «Συντροφιά» γράφεται μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 1979 και αμέσως μετά ο Μπέκετ ξεκινά τη μετάφρασή της στα γαλλικά (μέσα σε 24 ημέρες). «Μπορεί να θεωρηθεί ως μια εκτεταμένη ποιητική πρόζα», σημειώνει στην κατατοπιστική εισαγωγή ο μεταφραστής. «Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η απόπειρα του Μπέκετ να “αναζητήσει τον δικό του χαμένο χρόνο”. Στη δική του περίπτωση όμως, η αβεβαιότητα και η ριζική αμφιβολία υπονομεύουν κάθε προσπάθεια σύλληψης και απόδοσης του παρελθόντος, αμφισβητώντας διαρκώς την υπόσταση της φωνής που αναλαμβάνει τον ρόλο να αφηγηθεί». Το δεύτερο κείμενο της τριλογίας είναι το «Άσχημα ιδωμένο άσχημα ειπωμένο», που γράφεται πρώτα στα γαλλικά από τον Οκτώβριο του 1979 έως τον Ιανουάριο του 1981. Βασικός χαρακτήρας εδώ μια ηλικιωμένη γυναίκα, ενώ ο αφηγητής σε τρίτο πρόσωπο αποδίδει την εξέλιξη ενός πένθους: «Προσηλωμένο σε κάποια λεπτομέρεια της ερήμου το μάτι γεμίζει δάκρυα. Φαντασία που τα έχει χαμένα απλώνει τα θλιμμένα φτερά της. Έχοντας φύγει ακούει μια νύχτα τη θάλασσα σαν από μακριά. Σηκώνει τη μακριά φούστα της για να προχωρήσει πιο γρήγορα και αποκαλύπτει τις μπότες της και τις κάλτσες της μέχρι το γόνατο. Δάκρυα. Τελευταίο παράδειγμα μπροστά στην πόρτα της η πλάκα που σιγά σιγά το μικρό της βάρος έχει αυλακώσει. Δάκρυα».
Το τρίτο και τελευταίο κείμενο της τριλογίας είναι το «Ολοταχώς προς το χειρότερο», που γράφτηκε από τον Αύγουστο του 1981 έως τις 17 Μαρτίου του 1982 (ενώ ακολούθησε το τελευταίο πεζό του, τα «Σκιρτήματα», το 1987). «Η εικόνα που λειτουργεί ενοποιητικά και δίνει έναν εσωτεριό ρυθμό είναι αυτή ενός γέρου άντρα και ενός παιδιού». Παράλληλα υπάρχει η σκιά ενός αποστεωμένου σώματος που σηκώνεται και γονατίζει, καθώς και μία σκιά κρανίου. «Αυτό που επιχειρεί [ο συγγραφέας] είναι να διερευνήσει την πορεία προς το χειροτερο, με ποιο τρόπο δηλαδή μπορεί να χειροτερέψει μια κατάσταση, η ανθρώπινη κατάσταση, ώστε να θεωρηθεί οριστικά τελειωμένη» γράφει ο Θ. Συμεωνίδης. Το κείμενο, γραμμένο εφτά χρόνια πριν από το θάνατο του Μπέκετ, ξεκίνησε από λίγες προτάσεις, που θεωρούνται σήμερα από τις πλέον ανανωρίσιμες στο έργο του και αναπαράγονται συνεχώς (έστω και αν ξεπέφτουν καμιά φορά σε επίπεδο εκθεσιακού σλόγκαν): «Όλα περασμένα. Ποτέ τίποτε άλλο. Όλα δοκιμασμένα. Όλα αποτυχημένα. Χωρίς σημασία. Να προσπαθήσεις ξανά. Να αποτύχεις ξανά. Να αποτύχεις καλύτερα». Ο Μπέκετ είχε πάρει τη «φόρμουλα» από τον σαιξπηρικό «Βασιλιά Ληρ» και τον λόγο του Έντγκαρ (Δ’ πράξη): «Το δράμα είναι να ξεπέσεις από τα καλά, ενώ τ’ άσχημα κάποια στιγμή θα τα διαδεχτεί χαρά… Όσο ζούμε και λέμε, “αυτό είναι το χειρότερο”, δεν έχουμε γνωρίσει τα χειρότερα» (μτφ. Ερρίκος Μπελιές).
Σημείωση: Η «Τελευταία τριλογία» είχε κυκλοφορήσει σε μετάφραση του Θ.Συμεωνίδη από τον «Γαβριηλίδη» το 2016. Αξίζει να αναφέρουμε και την έκδοση της «Συντροφιάς» σε μετάφραση Νάσου Δετζώρτζη το 1983 από τη «Λέσχη», σε μια δυσεύρετη πλέον έκδοση. Η μετάφραση εκεί ξεκινούσε ως εξής: «Μια φωνή φτάνει σε κάποιον στο μαύρο σκοτάδι. Να φαντασιωθεί. Σε κάποιον ανάσκελα στο μαύρο σκοτάδι. Αυτό μπορεί να το πει από την πίεση στα νώτα του, και από το πώς αλλάζει το σκοτάδι όταν κλείνει τα μάτια και πάλι όταν και πάλι τα ανοίγει. Απ’ ό,τι λέγεται μικρό μόνο μέρος μπορεί να επαληθευθεί».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις