Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025
weather-icon 15o
00:00
00:00

Ικαρος Μπαμπασάκης: Το κακό με τον θάνατο είναι ότι δεν ξέρεις τι θα σώσουν όταν δεν είσαι παρών

Για το δικό του ιδιότυπο ΚΚΕ (Κυψέλη, Κολωνάκι, Εξάρχεια) που καθορίζει τη ζωή του μιλά ο συγγραφέας και μεταφραστής Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης στο in. «Από γραφομηχανής Θεός», μιλά για τη φιλία, τον έρωτα και τον θάνατο, επαναλαμβάνοντας ότι οι νεκροφόρες δεν έχουν κοτσαδόρο.

Ο Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης χρονογραφεί την Αθήνα από τότε που άρχισε να έχει συνείδηση και να μυείται στις περίφημες λογοτεχνικές παρέες του ‘80. Από τότε έχει μια μακρά διαδρομή ως συγγραφέας και μεταφραστής και κινείται με την ίδια αγάπη και πίστη στον Πύντσον ή τον Μπουκόφσκι και στον λαϊκό βάρδο Αντώνη Ρεπάνη – τώρα ετοιμάζει την βιογραφία του. Δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει.

«Από γραφομηχανής Θεός», λέει σε ένα εκ των πονημάτων του, ένα απόφθεγμα που τον κυνηγά και τον καθορίζει, όπως και οι ιδέες η αισθηματική του αγωγή, οι παρέες του, η Αθήνα, οι έρωτες και οι θεοί συγγραφείς που τον επηρέασαν. Στην περίοδο της πανδημίας μάλιστα έκανε ένα ιδιότυπο προσκλητήριο φίλων, το ονόμασε «συλλαλητήρια στο δωμάτιό μου» και από εκεί βγήκε μέχρι και ένα βιβλίο – ημερολόγιο σκέψεων.

Ο Μπαμπασάκης έχει το δικό του «αλφαβητάρι πίστης» συγγραφέων, συνθετών, ταινιών από τότε που πρωτόγραψε στα περιοδικά του Λεωνίδα Χρηστάκη στα Εξάρχεια (Πάνδερμα, Ιδεοδρόμιο κτλ) μέχρι και τώρα που πια είναι αναγνωρίσιμος και εγγράφεται στους σημαντικότερους μεταφραστές του καιρού μας. Μια συζήτηση μαζί του δεν μπορεί να μην ξεκινάει από την Αθήνα που ακόμη τον τροφοδοτεί με σκέψεις, ιδέες και συγκινήσεις και ενίοτε πυροδοτεί την γραφή του αλλά και η όλη κουβέντα φτάνει στο λαϊκό, τον θάνατο, τον έρωτα, τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη που τώρα ξαναδιαβάζει πυρετωδώς σαν την πρώτη φορά.

Η έννοια της φιλίας, περνάει από εδώ αφού ο Ίκαρος πιστεύει στην φυλή των happy few, των φίλων ως κοινότητα, στήριξη και καταφυγή.

Διατηρώ ακόμα μια σχεδόν εφηβική αδηφαγία για οτιδήποτε καινούργιο

Ο συγγραφέας κ. Ίκαρος Μπαμπασάκης με τον δημοσιογράφο του in Δημήτρη Μανιάτη

Για την πόλη ως σκηνικό και το γράψιμο: Το περίφημο δικό του ΚΚΕ

Προσφιλής φράση του Μπαμπασάκη, επαναλαμβάνεται εδώ. Το περίφημο δικό του ΚΚΕ. Όχι το ιστορικό κόμμα. Μια δική του παράφραση- σκωπτική πάνω σε τρεις περιοχές που λατρεύει και κινείται και που ζει εδώ και δεκαετίες: Κυψέλη- Κολωνάκι- Εξάρχεια.

«Ναι, με καθορίζει αυτό που είχα πει και μια άλλη φορά: Το «κουκουέ». Δηλαδή είμαι Κυψέλη, Κολωνάκι και Εξάρχεια, ως προς την γεωγραφική μου κατάσταση και δεν θέλω να φύγω από δω. Θέλω σε αυτά τα λημέρια να γυρνάω μέχρι να ατελεύτητο. Διότι υπάρχει μια ποιητικότητα, μια ποίηση, η οποία εμένα με συγκινεί και με διατηρεί νέο στο μυαλό τουλάχιστον. Είμαι άνθρωπος της πόλεως. Δεν μπορώ να ζήσω στη φύση. Έχω προσπαθήσει, έχω αποπειραθεί σαν τον Γούντι Άλεν. Μετά γύρισα τρέχοντας στο άστυ και ιδίως τα τελευταία χρόνια, πολλά χρόνια που είμαι στην Κυψέλη, αισθάνομαι, αν μπορεί να πει κανείς, σε καιρούς ζοφερούς, μια ευδαιμονία και μια ευφροσύνη».

Ανθρωποκεντρικός συγγραφέας, αλλά και άνθρωπος της προφορικότητας, της ζύμωσης, των αστικών καφενείων και ταβερνείων που τα χειρίζεται και ως μέρος ζωής και ως εργαστήρια παρατήρησης.

«Το έμψυχο υλικό, δηλαδή οι φίλες και οι φίλοι κυρίως, είναι αυτό. Γιατί λέγαμε και με μια καταπληκτική φίλη μου ότι το Αγρίνιο φερειπείν, είναι η πιο άσχημη πόλη του κόσμου, αλλά έχουμε χορέψει τα ωραιότερα ζεϊμπέκικα εκεί. Δεν είναι τα μαγαζιά, δεν είναι τα κτίρια. Παίζουν ρόλο και αυτά βεβαίως. Είναι οι γωνιές και κυρίως είναι οι ψυχές των ανθρώπων, τα βλέμματα που ανταλλάσσονται. Είχα μια ελεεινή εμπειρία στη Βουδαπέστη πριν από δύο χρόνια, όπου δεν είδα κανένα βλέμμα! Εδώ συναντιούνται τα βλέμματα. Υπάρχει μια χορογραφία των βλεμμάτων στην πόλη. Ακόμη, ειδικά εκεί που ζω, στην Κυψέλη υπάρχει μια ανεξιθρησκεία. Στα καταστήματα που βγαίνω να φάω, να πιω κάτι, βλέπεις από το πανκ στοιχείο μέχρι την κυρία με τις πέρλες που το βράδυ πάει στη χαρτοπαικτική λέσχη αλλά το πρωί είναι με την Καθημερινή και πίνει έναν ελληνικό καφέ. Και ο 85άρης με το ουζάκι το κλασικό με το μεζέ, κραταιός ακόμη. Κι όλα αυτά: Εμένα και πιτσιρικάδες και μωρά. Όλη αυτή η ανεξιθρησκεία, όλη αυτή η κατάσταση που συναντάς ό, τι θέλεις και ό, τι υπάρχει. Και όχι σε στρατιές. Ξέρεις, εκεί πάνε μόνο ροκάδες ή πάνε μόνο οι λαϊκοί και πάει λέγοντας. Αυτό το πράγμα εμένα μου προσδίδει μια μεγάλη ευφροσύνη, μια ευδαιμονία».

Για τα συλλαλητήρια στο …δωμάτιό του: Αμυντικές μέθοδοι

Μου είχε κάνει εντύπωση μέσα στις καραντίνες πως μάζευε φίλους κάθε μέρα στο διαμέρισμά του. Δεν το βαζε κάτω. Μαγείρευε. Έβαζε μουσική. Έκανε αφηγήσεις, Τσώλης, Λένα Μπαμπασάκη, Ανδρέας Μαντάς, Εύα Στεφανή, Χλόη Ακριθάκη ήταν μερικοί εξ αυτών. Συλλαλητήρια τα έλεγε.

«Χρησιμοποιήσαμε αμυντικές μεθόδους, δηλαδή είχα δώσει γραμμή ότι από τις 2 το μεσημέρι και μετά το σπίτι είναι ανοιχτό και ότι μαγειρεύω. Οπότε τρεις τέσσερις θαρραλέοι φίλοι και φίλες έρχονταν. Μάλιστα μια φίλη μου, η οποία είναι και γιατρός -ψυχολόγος, είχε βγάλει ένα χαρτί -άδεια ότι είμαι γέροντας και ερχόταν με το χαρτί αυτό, με φαγητά και όλα αυτά. Οπότε από τις 2 η ώρα το μεσημέρι μέχρι δύο το βράδυ κάναμε ένα διάλειμμα, Μέσα στο φόβο βέβαια και την αγωνία γιατί δεν ξέραμε τι θα μας ξημερώσει, αλλά εν πάση περιπτώσει τα καταφέραμε, διαβάσαμε βιβλία, είδαμε ταινίες, ερωτευτήκαμε, γελάσαμε, μελετήσαμε».

«Βεβαίως κάθε μέρα γράφαμε μ’ ένα φίλο μου, τον Αντρέα Μαντά. Είχαμε πει πως για λόγους άμυνας θα γράφουμε ένα κείμενο κάθε μέρα, όχι στήλη, ή ημερολόγιο εγκλεισμού και μάλιστα το βγάλαμε σε βιβλίο μετά. Διπλό βιβλίο. Είναι τα κείμενα του Αντρέα και τα δικά μου σε ένα τόμο».

Είχα μια ελεεινή εμπειρία στη Βουδαπέστη πριν από δύο χρόνια, όπου δεν είδα κανένα βλέμμα

Για τον Γκυ Ντεμπόρ: Η επανάσταση στην υπηρεσία της ποίησης

Στο σπίτι του Μπαμπασάκη ξεχωρίζει η γωνία του Γκυ Ντεμπόρ.

«Καταδύεται σε κάτι πολύ αγαπημένο: Τον μεγάλο φιλόσοφο που νοηματοδότησε την Κοινωνία του Θεάματος, και πολλά άλλα. Σε πολλαπλά πεδία. Ο Γκυ Ντεμπόρ αντέστρεψε κατ’ αρχάς το σύνθημα του υπερρεαλισμού. Να θέσουμε δηλαδή την ποίηση στην υπηρεσία της επανάστασης και το έκανε: να θέσουμε την επανάσταση στην υπηρεσία της ποίησης. Ουσιαστικά συνέλαβε την ιδέα ότι ζούμε χάνοντας σιγά σιγά το βίωμα, δηλαδή ότι το «είναι» διολισθαίνει στο «έχειν» και το «έχειν» διολισθαίνει στο «φαίνεσθαι». Και ότι αυτά που κάνουμε είναι πράγματα τα οποία δεν έχουν άμεση σχέση με μια ελευθερία, με έναν ολοκληρωμένο τρόπο ζωής και πάει λέγοντας. Αυτό το έκανε στην πράξη. Γιατί ένας άνθρωπος της περιπέτειας, γεννημένος το 1931, οπότε η εφηβεία του ήταν ταραχώδης, έζησε κατοχές, τον Ναζισμό, όλα αυτά και αποφάσισε να ποντάρει στο εφήμερο δηλαδή. Επηρεασμένος και από τη θεωρία των στιγμών του, θέλησε να πει ότι ο άνθρωπος δεν είναι η αιωνιότητα, ο άνθρωπος είναι αυτό που ζει κάθε μέρα και όσο πιο πλούσια το ζει, τόσο πιο ενδιαφέρουσα, τόσο πιο περιπετειώδης, τόσο πιο βαθιά γίνεται η ζωή του. Έγραψε βιβλία, έκανε ταινίες και σε όλη του τη ζωή στάθηκε σ’ αυτό, δηλαδή στο πώς θα θέσουμε, την ποίηση, την ποιητικότητα μέσα στην καθημερινή ζωή».

Ο Μπαμπασάκης βάζει ένα θέμα. Καίριο. Πως καταφεύγει συχνά στις πρώτες του αγάπες. Μουσικές. Βιβλία. τανίες. Όσα τον απασχόλησαν πριν πολλά χρόνια μοιάζουν διαρκείς λογαριασμοί για εκείνον, ανεξόφλητοι. «Ναι, είναι μια περίεργη αντίφαση στην οποία ζω αυτό τον καιρό. Από την μια μεριά διατηρώ ακόμα μια σχεδόν εφηβική αδηφαγία για οτιδήποτε καινούργιο. Δηλαδή κάνω παρέα με πιτσιρικάδες παιδιά που είναι 20 ή και 22 χρονών και αντλώ από αυτούς, διαβάζω τα βιβλία τους, ακούω τις μουσικές τους και από την άλλη επανέρχομαι σε σταθερές αξίες, Δηλαδή ξαναδιαβάζω. Τώρα που μιλάμε, τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη συστηματικά. Φαντάζομαι ότι είναι αυτή η διπλή κίνηση της αγωνίας για το τέλος. Γιατί τώρα βγάζω και εισιτήριο μειωμένο λόγω ηλικίας, οπότε θέλω τις σταθερές μου. Θέλω να δω αν έκανα καλά που στα 15 μου και στα 16 μου διάβαζα Γκίνσμπεργκ και άκουγα Σαββόπουλο. Και δεν ήταν λάθος, δεν ήταν λόξα νεανική που τώρα έχει περάσει αφενός και αφετέρου ούτως ή άλλως αυτά είναι και τεράστια ζητήματα, δηλαδή όσα έχει πει ο Διονύσης Σαββόπουλος. Είναι τεράστιες μονάδες. Είναι κόσμοι ολόκληροι. Και από την άλλη μεριά έχω την εφηβική μανία να αδράξω τη μέρα. Να ζήσω τη στιγμή».

Για τις μεταφράσεις: Δεν γινόταν αλλιώς

Ο Μπαμπασάκης είναι ο άνθρωπος που μας έχεις κοινωνήσει τον Ντέβιντ Φόστερ Ουάλας. Του χρωστάμε μεταφράσεις πάρα πολύ σπουδαίες πχ. του Μπουκόφσκι κ.α. Στη μετάφραση μπήκε με όρους ανάγκης. Ήθελε να διαβάσεις πράγματα που δεν είχαν έρθει εδώ, εποχή που έκαναν τις εκδόσεις Ερατώ. Να ένα κλειδί της γενιάς του και της πορείας του. Μετέφρασε γιατί δεν γινόταν αλλιώς.

«Όπως τα λες. Με τον φίλο μου το Γιάννη Τζώρτζη – τον ποιητή και μεταφραστή – δεν είχαμε πρόσβαση. Δεν υπήρχαν ελληνικά κείμενα, οπότε παίρναμε τα αμερικάνικα. Πηγαίναμε στην Ελληνοαμερικανική Ένωση στη Μασσαλίας και δανειζόμαστε βιβλία, ενίοτε κάναμε και κάποιες λαθροχειρίες περίεργες και μεταφράζαμε με μολύβια τότε, αυτά με τη γομολάστιχα».

Έρως και ασθένεια: Ο Έρως λειτουργεί ως ιαματικό

Έρως και ασθένεια. Μα έχουν σχέση αυτά; Απαντά και με θέρμη ξεδιπλώνει την σκέψη του: «Ναι, είναι μετάφραση ενός εξαιρετικού βιβλίου, πραγματικά σημαντικότατου. Ένας παλιός χίπι καθηγητής λογοτεχνίας σε πανεπιστήμια του ασθενεί η σύζυγός του από νεανικό, σπάνιο, Αλτσχάιμερ. Και μέσα από αυτή την εμπειρία έγραψε ένα βιβλίο το οποίο έχει μέσα στοιχεία φιλοσοφίας, ποίησης, ζωγραφικής, λογοτεχνίας, ιατρικής, τα πάντα. Εξετάζει δηλαδή την σχέση του έρωτα με την ασθένεια, υπό την έννοια ότι ο Έρως λειτουργεί ως ιαματικό. Έχει μια ιαματική δράση. Έχει αφήσει λίγο στην άκρη τη συγκινησιακή, την παράλογη, ακόμη και τη συναισθηματική πλευρά του νοσήματος. Δηλαδή κάποιος μπορεί να νοσήσει και να μη θέλει να πάει σε νοσοκομείο, να θέλει να πεθάνει με τη γυναίκα του, τα παιδιά του. Να μη θέλει να κάνει γλέντι την ασθένειά του! Να μπει η ποίηση και πάλι όπως λέμε. Να μπει στην πολιτική, να μπει η ποίηση του έρωτος. Γιατί έρωτας είναι ποίηση, έτσι δεν είναι; Τι άλλο είναι η επιμήκυνση του χρόνου;»

Για τον θάνατο: Οι νεκροφόρες δεν έχουν κοτσαδόρο

Κλείνοντας πάμε στον άλλο πόλο του έρωτα που είναι ο θάνατος. Ή μπορεί να είναι ήδη πολλοί; Οι νεκροφόρες δεν έχουν κοτσαδόρο, έχει γράψει.

Ο Ίκαρος σχολιάζει πάνω στον θάνατο δηλαδή για τον θάνατο δηλαδή για την ζωή. «Την φράση την άκουσα στο μαγαζάκι που συχνάζω. Οι νεκροφόρες δεν έχουν κοτσαδόρο. Ο θάνατος για μένα συνοψίζεται σε αυτή την φοβερή φράση του Γούντι Άλεν ότι το κακό με τον θάνατο είναι ότι δεν ξέρεις τι θα σώσουν όταν δεν είσαι παρών. Και είναι κάτι που με τρομάζει ακριβώς λόγω της αδηφαγίας και της περιέργειας μου να δω τι θα κάνω. Να δω αν θα βρεθεί κάνα χειρόγραφο του Πεντζίκη. Με τρομάζει δηλαδή αυτή η διακοπή. Αλλά όσο με τρομάζει, τόσο πιο πολύ πεισμώνω στο κάθε δευτερόλεπτο».

Τα βιβλία, οι ταινίες, η μουσική είναι τρόποι να ξορκίζουμε τον θάνατο; «Οι κοπέλες, τα βιβλία, οι φίλοι» καταλήγει με προσεχτική σειρά.

Πινγκ πονγκ ερωτήσεων

Οι φίλοι λένε πάντα Au Revoir ποτέ αντίο

 Η θητεία στον «Ενοικο» στα Εξάρχεια, και ο δάσκαλος Νίκος Καρούζος

Η συμμετοχή σε ταινίες, η Άκρα Αριστερά  και το πρότυπο, ο Γκυ Ντεμπόρ

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ALTER EGO MEDIA A.E.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025
Απόρρητο