
Η επικαιρότητα του τρόμου
Συγγραφείς, ανθολόγοι, εκδότες και εικαστικοί στην Ελλάδα βρίσκουν έμπνευση σε ένα είδος που μέχρι πρότινος τοποθετούνταν στο περιθώριο του λογοτεχνικού κανόνα.
«Οι ιστορίες τρόμου […] συχνά απορρίπτονται από τους εκδότες των περιοδικών. Ελάχιστοι, αν όχι κανένας, θα σκεφτούν να εκδώσουν μια τέτοια ιστορία, όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι. Πιστεύουν ότι το κοινό δεν θέλει αυτού του είδους τη μυθοπλασία. Εμείς, ωστόσο, διαφωνούμε. Πιστεύουμε ότι υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες -ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες- ευφυείς αναγνώστες που πραγματικά απολαμβάνουν τις ‘ανατριχιαστικές’ ιστορίες».
Με αυτό το σημείωμα υποδεχόταν στις σελίδες του τους αναγνώστες το πρώτο τεύχος του περιοδικού Weird Tales τον Φεβρουάριο του 1923. Όπως θα έδειχνε η Ιστορία, αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες αναγνωστών πράγματι υπήρχαν, αλλά το περιοδικό δεν θα έφτανε ποτέ σε αυτούς. Αλλάζοντας εκδοτικά χέρια και μορφή για δεκαετίες και αντιμετωπίζοντας συχνά οικονομικά προβλήματα, παραμένει ζωντανό μέχρι σήμερα, 102 ολόκληρα χρόνια μετά, σε έναν κόσμο που το είδος μυθοπλασίας στο οποίο αφιερώθηκε έχει πια εγκαταλείψει το περιθώριο της υποκουλτούρας, αλλά το ίδιο το περιβάλλον της εκδοτικής δραστηριότητας έχει αλλάξει ριζικά.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η λογοτεχνία του τρόμου δεν ανθεί. Παρουσιάζοντας επαναλαμβανόμενες αλματώδεις αυξήσεις από το 2017 (45% ανάμεσα στο 2019 και το 2020, 54% ανάμεσα στο 2022 και το 2023), εκτιμάται ότι η παγκόσμια αγορά της φέτος θα αγγίξει τα 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια. Μάλιστα, το είδος ακολουθεί ένα εξαιρετικά αφοσιωμένο κοινό, καθώς εκτιμάται ότι ο μέσος αναγνώστης της λογοτεχνίας του τρόμου αγοράζει 5 τίτλους τον μήνα. Σχολιαστές, αναλυτές και ειδικοί ερμηνεύουν αυτή την απήχηση ως μια ταύτιση με την περιρρέουσα αβεβαιότητα της εποχής. «Ο κόσμος είναι τρομακτικός» δήλωνε προ ετών στον βρετανικό Guardian ο συγγραφέας Στίβεν Κινγκ. «Οι τρομάρες πάνε κι έρχονται, αλλά σε όλους αρέσει όταν τα επινοημένα τέρατα υποκαθιστούν τα πραγματικά».
Στον αιώνα που έχει διανύσει και συνεχίζει, το Weird Tales υπήρξε πράγματι επιδραστικό. Τα pulp περιοδικά που είχαν αρχίσει να αναδύονται ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα παρείχαν μεν απλόχερα χώρο στην ανθολόγηση της «λογοτεχνίας είδους», αλλά αυτό σήμαινε κυρίως ρομάντσα, αστυνομικά και γουέστερν. Κανένα περιοδικό μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε αφιερωθεί στις ιστορίες τρόμου (“gooseflesh” όπως τις ονομάζει το εκδοτικό σημείωμα) ή στην ευρύτερη Λογοτεχνία του Φανταστικού.
Μπορεί στις πωλήσεις να μην έφτασε ποτέ τους υπερφιλόδοξους αρχικούς του στόχους, αλλά παρά τις παλινωδίες επιβίωσε, εμπνέοντας χιλιάδες αντίστοιχα περιοδικά σε όλες τις γλώσσες του κόσμου που όλα μαζί πολλαπλασίασαν τις υποκουλτούρες του τρόμου και έδωσαν τροφή στο mainstream ξανά και ξανά, επεκτεινόμενα σε άλλες τέχνες – με το σινεμά του τρόμου, που εσχάτως περνά την πολλοστή φάση αναγέννησής του, να αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα.

Οι ρίζες του κακού
Μέχρι την έλευση των pulp περιοδικων και σε έναν βαθμό παράλληλα με αυτά, η διαίρεση μεταξύ υψηλής και χαμηλής λογοτεχνίας του τρόμου ήταν μάλλον άνευ ουσίας. Υπάρχουν συγγραφείς του 19ου αιώνα που ενέπνευσαν τη λογοτεχνία του τρόμου, αλλά εντάχθηκαν και στον λογοτεχνικό κανόνα αβίαστα.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του εμβληματικού Φρανκενστάιν της Μέρι Σέλεϊ, έργο γραμμένο όταν η συγγραφέας ήταν μόλις 16 χρονών, η πρόζα του οποίου φαίνεται σήμερα να μην έχει χάσει τίποτα από την ένταση και την παραστατικότητά της, κερδίζοντας επάξια τον χαρακτηρισμό ενός από τα σημαντικότερα, επιδραστικότερα και εν τέλει καλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών. Αυτή τη στιγμή εμφανίζονται στα βιβλιοπωλεία οκτώ διαφορετικές ελληνικές εκδόσεις του μυθιστορήματος, χωρίς να υπολογίζουμε τις διάφορες μεταφορές του σε κόμικ, τις παιδικές του διασκευές και φυσικά τις πολυάριθμες παλαιότερες εξαντλημένες εκδόσεις.
Μάλιστα, οι περισσότεροι από τους εκδοτικούς οίκους που έχουν κυκλοφορήσει μεταφράσεις του Φρανκενστάιν έχουν καταλόγους που απευθύνονται στο γενικότερο κοινό και συγκαταλέγουν το αριστούργημα της Μέρι Σέλεϊ στην κλασική λογοτεχνία, ενώ δεν λείπουν και οι εκδόσεις που φαίνονται να απευθύνονται στο εξειδικευμένο κοινό του τρόμου. Παρόμοια είναι και η εικόνα για τον κλασσικό Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ και φυσικά, ακόμα μεγαλύτερη και πολυσχιδής είναι η εκδοτική παραγωγή του έργου του Έντγκαρ-Άλαν Πόε, του σημαντικότερου πιθανώς πρωτεργάτη της λογοτεχνίας του τρόμου που έγινε σχεδόν εξαρχής αποδεκτός από τους κλειδοκράτορες της «υψηλής» λογοτεχνίας.
Οι συγγραφείς που άκμασαν στα χρόνια και τις σελίδες του pulp, ωστόσο, για πολύ καιρό δεν έτυχαν και της καλύτερης μεταχείρισης, ακόμα κι αν με την πάροδο του 20ου αιώνα βρέθηκαν ουκ ολίγες φορές να επηρεάζουν ή να δέχονται τα εύσημα των μεγάλων συγγραφέων. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκο, αυτό καταδίκασε το έργο πολλών εξ αυτών σε κακές εκδόσεις και μεταφράσεις, που λειτουργούσαν αποτρεπτικά προς τους αναγνώστες, τουλάχιστον αυτούς του ευρύτερου κοινού.

Παρότι ο Δημοσθένης Παπαμάρκος αρνείται ότι η νέα σειρά με τίτλο Τα Παράδοξα που ξεκίνησε να επιμελείται ο ίδιος στις εκδόσεις Δώμα αποτελεί μια πράξη «αποκατάστασης» -προτιμά να τη βλέπει ως ένα εγχείρημα αγάπης για αυτή τη λογοτεχνία- είναι δύσκολο να μην δούμε έναν αν όχι ολοκληρωτικά πρωτοφανή, τουλάχιστον σπάνιο τρόπο να παραδίδεται αυτό το ρεπερτόριο στο ελληνικό κοινό. Άλλωστε, προπάτορα της σειράς αποτέλεσε η απόφαση των Εκδόσεων Δώμα να κυκλοφορήσουν το 2022 τη διάσημη στο είδος νουβέλα Το Κάλεσμα του Κθούλου του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ σε προσεγμένη μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου. Για τον Παπαμάρκο, η συγκεκριμένη έκδοση της κλασικής νουβέλας του αμερικανού συγγραφέα ήταν «η πρώτη φορά που μεταφράστηκε στα ελληνικά», παρά τις διάφορες απόπειρες που είχαν γίνει στο παρελθόν, απευθυνόμενες μάλλον στο εξειδικευμένο κοινό της λογοτεχνίας του τρόμου.
Για τις πρώτες τους κυκλοφορίες, Τα Παράδοξα στράφηκαν σε δύο από τις σημαντικότερες νουβέλες του είδους. Οι Ιτιές του Βρετανού συγγραφέα Άλτζερνον Μπλάκγουντ, έργο γραμμένο το 1907, ακολουθούν δύο φίλους που ταξιδεύουν στον Δούναβη, μέχρι που η κατασκήνωσή τους ένα βράδυ σε ένα σημείο έξω από την Μπρατισλάβα, τους φέρνει αντιμέτωπους με δυνάμεις ανεξήγητες και υπερφυσικές που δοκιμάζουν τα όρια της λογικής τους και απειλούν τη ζωή τους. Η ένταση της αφήγησης, την οποία ο συγγραφέας διαποτίζει με μία βασανιστική αμφιβολία για τα πάντα μέσα από τις αντιδράσεις των χαρακτήρων, ενεργεί ακόμα συναισθητικά στον αναγνώστη, πράγμα σπάνιο για μια εποχή που μόνο τα οπτικοακουστικά μέσα μπορούν να δεσμεύσουν τόσο τις αισθήσεις του κοινού και στην οποία οι αδιαμεσολάβητες συναντήσεις του ανθρώπου με τη φύση (και με το υπερφυσικό που ελλοχεύει εντός της στις ιστορίες τρόμου) μοιάζουν μάλλον απίθανες.

Τουλάχιστον από το 1927 και μετά, ο Λάβκραφτ χαρακτήριζε τις Ιτιές του Μπλάκγουντ την «αρτιότερη» αλλόκοτη (“weird”) ιστορία που έχει διαβάσει ποτέ, ενώ εξυμνούσε σε επιστολές του τον «καθηλωτικά πειστικό μη-ρεαλισμό» και το «εύρος της φαντασίας» του συγγραφέα. «Πράγματι αναλύει και αναπαράγει πιστά τις λεπτομέρειες της επίμονης ανθρώπινης ψευδαίσθησης -και της προσπάθειας να προσεγγιστεί απ’ έξω- ένας ομιχλώδης κόσμος πολύχρωμων θαυμάτων, υπερκερασμένων νόμων της φύσης, ατελείωτων δυνατοτήτων, εκπληκτικών ανακαλύψεων και ασίγαστης περιπετειώδους προσμονής» έγραφε χαρακτηριστικά ο αμερικανός συγγραφέας για τον Βρετανό προπάτορά του.
Ωστόσο, αναδρομικά, ο ίδιος ο Λάβκραφτ θα κέρδιζε μια ακόμα πιο περίοπτη θέση στο Πάνθεον των συγγραφέων τρόμου κι από τον Μπλάκγουντ, όχι μόνο λόγω της Μυθολογίας του Κθούλου για την οποία είναι κυρίως γνωστός, αλλά και για αυτόνομα έργα όπως Το Χρώμα Που Ήρθε Από Το Διάστημα, το οποίο αποτελεί τη δεύτερη κυκλοφορία της σειράς των Παραδόξων.

Στο Χρώμα, το οποίο ο συγγραφέας θεωρούσε το ωραιότερο κείμενό του, δεν είναι οι περιηγητές που φτάνουν στον τόπο του ανοίκειου, αλλά το ανοίκειο που κυριολεκτικά προσγειώνεται με τη μορφή ενός μετεωρίτη στον περίβολο ενός σπιτιού στη φανταστική αμερικανική κωμόπολη Άρκαμ. Την αρχική θετική υποδοχή αυτού του απρόσμενου αντικειμένου, αντικαθιστά η σταδιακή κατάρρευση της οικογένειας Γκάρντνερ, αλλά και η τερατώδης μεταμόρφωση όλου του παρακείμενου τοπίου που υποκύπτει στις υπερφυσικές ιδιότητες του παράξενου αυτού αντικειμένου.
Εγκιβωτισμένο μέσα στην ύστερη της βασικής υπόθεσης προσπάθεια ενός τοπογράφου να κατανοήσει τις αλλόκοτες ελώδεις εκτάσεις που συναντά στις παρυφές του Άρκαμ, Το Χρώμα Που Ήρθε Από Το Διάστημα διαβάζεται σήμερα σαν αρχαϊκός χρησμός μιας επιθετικής Γαιοπλασίας, παρόμοιας με αυτή που εμπνέει μεγάλο μέρος της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής και συγκεκριμένα το κομμάτι εκείνο που επιχειρεί να καταπιαστεί τόσο με τις δημοφιλείς φαντασιώσεις του εποικισμού του Άρη ή με τους μετασχηματισμούς που επιφέρουν τα νέα κλιματικά δεδομένα. Αυτό διέγνωσαν και πολλοί κριτικοί άλλωστε στην πιο πρόσφατη και πολλοστή μεταφορά της νουβέλας στον κινηματογράφο από τον Ρίτσαρντ Στάνλεϊ το 2019 – 92 ολόκληρα χρόνια μετά τη συγγραφή της και 54 μετά την πρώτη κινηματογραφική διασκευή της.

Για την τρίτη κυκλοφορία της σειράς που παραδόθηκε στα βιβλιοπωλεία τη Δευτέρα, τα Παράδοξα των εκδόσεων Δώμα πραγματοποιούν μια αντιστροφή της μέχρι τώρα σποραδικής, αλλά υπαρκτής τάσης να εμφανίζονται μία στο τόσο κάποιοι συγγραφείς τρόμου σε εκδόσεις περιωπής που εκπροσωπούν την «Υψηλή» Λογοτεχνία. Αντίθετα, αυτή τη φορά είναι ένα έργο κλασικής λογοτεχνίας που εντάσσεται σε μια σειρά της ευρύτερης Λογοτεχνίας του Φανταστικού: η Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα σε νέα μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου επανασυστήνεται αναδεικνύοντας το ανοίκειο της βασικής υπόθεσης του μυθιστορήματος, αλλά και εμμέσως τον προβληματικό διαχωρισμό των διαφορετικών σφαιρών της συγγραφής που όχι μόνο περιθωριοποιεί ένα μεγάλο μέρος της «κατώτερης» λογοτεχνίας, αλλά περιορίζει και κλασσικά έργα -όπως αυτό του Κάφκα- σε ένα ορισμένο εύρος ερμηνειών και αναγνώσεων, συσκοτίζοντας πτυχές που είναι ενίοτε καθοριστικές για τον χαρακτήρα τους.
Άλλωστε, σύμφωνα με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο, η Μεταμόρφωση πληροί όλα τα κριτήρια που θα της επέτρεπαν να θεωρηθεί Λογοτεχνία του Φανταστικού, από το ίδιο το εύρημα ότι ένας άνθρωπος μεταμορφώνεται ξαφνικά σε έντομο, μέχρι τη «χιμαιρική» φύση αυτού του παράξενου εντόμου. «Παρ’ όλα αυτά, επειδή ο Κάφκα είναι πολύ καλός, ένας από τους επιδραστικότερους και σημαντικότερους λογοτέχνες του 20ου αιώνα, υποτίθεται ότι δεν μπορεί να μπαίνει σε είδος» επισημαίνει ο επιμελητής της σειράς.
Τρόμος των ελληνικών διηγήσεων
Παρότι οι συγγραφείς που τα ενέπνευσαν χάραξαν διαφορετικές τροχιές αναγνώρισης και εκτίμησης, τα επίθετα «καφκικός» και «λαβκραφτιανός» καθιερώθηκαν ως αρχέτυπα συγκεκριμένων αναπαραστάσεων του Φανταστικού. Δεν είναι όμως τα μοναδικά. Τόσο η εικονογραφία, όσο και η λογοτεχνική παραγωγή του τρόμου (και του Φανταστικού ευρύτερα) άντλησαν και συνεχίζουν να αντλούν έμπνευση από πλήθος πηγών και εκφράσεων, ενίοτε τραβόντας νήματα που έχουν διακοπεί σε παρελθόντα χρόνο ή και εξερευνώντας εκφραστικά μέσα που δεν έχουν μέχρι τώρα δοκιμαστεί στις επικράτειες του ανοίκειου.
Αυτό θα αντιλήφθηκαν πιθανώς και οι επισκέπτες της έκθεσης «Φόβοι Αρχέγονοι, Φαντασίας Επαρωγοί» του εικαστικού Φώτη Βάρθη στο Κέντρο Τεχνών Μετς την περασμένη εβδομάδα. Αντλώντας έμπνευση από λαογραφικές διηγήσεις όπως έχουν ανθολογηθεί σε μία σειρά πηγών, με κομβικότερες μάλλον τις δίτομες Παραδόσεις που συνέθεσε το μακρινό 1904 ο πρωτοπόρος του επιστημονικού πεδίου Νικόλαος Γ. Πολίτης, ο εν εξελίξει κύκλος έργων του Βάρθη με την ερευνήτρια και επιμελήτρια της έκθεσης Στεφανία Κερκή, φιλοδοξεί μελλοντικά -με τα λόγια του ίδιου του καλλιτέχνη- «να γίνει μια συνολική εικονογράφηση των παραδόσεων και του λαογραφικού τρόμου στην Ελλάδα».
Μια σειρά χαρακτικών σε άσπρο και μαύρο που αποτελούν τον κορμό του έργου ως τώρα, δίνουν πλέον εικόνα σε πλάσματα ξεχασμένων εν πολλοίς παραδόσεων, από τις λάμιες που παραμονεύουν στα πηγάδια και τους βρυκόλακες που ξεπροβάλλουν από τα φέρετρα, μέχρι τις εικόνες του «οικιακού» (όπως τον ονομάζουν οι υπεύθυνοι της έκθεσης) λαογραφικού τρόμου, όπου ο άνθρωπος δεν συναπαντά το κακό στις περιπλανήσεις του στην άγρια ύπαιθρο, αλλά το κακό παρεισφρύει μέσα στο σπίτι, με αποτελέσμα γυναικοκτονίες, περιστατικά νεκροφιλίας και άλλες σκηνές φρίκης εν οίκω.
Όλα αυτά, δοσμένα με την τεχνοτροπία του Βάρθη που, εμπνεόμενη από τη βυζαντινή ζωγραφική, προσδίδει ένα στοιχείο οικουμενικής -τουλάχιστον για τους εγχώριους επισκέπτες της έκθεσης- παλαιότητας, εντείνοντας τον παραδοσιακό ή και αρχέγονο χαρακτήρα των αναπαριστώμενων θρύλων και αναδιφώντας εν τέλει τον χρόνο. Εκεί που στα παλαιά χρόνια από τα οποία αντλήθηκαν αυτές οι διηγήσεις του τρόμου, είχαν έναν σύγχρονο της εποχής τους σκοπό να κατευνάσουν δια της -έστω και παράλογης- εξήγησης τον φόβο του «έξω», σήμερα, στις βυζαντινού τύπου εικόνες του Βάρθη μπορούν να ιδωθούν σχεδόν ως επινοημένα τεκμήρια της παρουσίας του υπερφυσικού στο υπέδαφος που έχει επικαλύψει η βιομηχανική και μεταβιομηχανική κοινωνία – και άρα να δημιουργήσουν τη στιγμιαία ψευδαίσθηση ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να αναδυθούν ξανά.
Ενδιαφέρον έχει, δε και το γεγονός ότι πολλά από αυτά τα στοιχεία είναι με έναν τρόπο οικεία στους πάντες, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουν εικονογραφηθεί ποτέ. Το χαρακτηριστικό παράδειγμα που φέρνει ο Βάρθης είναι ο βρικόλακας, στοιχείο των σλαβικών και ελληνικών παραδόσεων, για τον οποίο επικρατούν οι αντιλήψεις που έχει παράγει η νεότερη και κυρίως αγγλοσαξονική απεικόνιση του βαμπίρ, ενώ στις ελληνικές παραδόσεις πρόκειται για πλάσμα -σύμφωνα με τον καλλιτέχνη- που «ξεφυτρώνει μέσα από το χώμα, είναι λερωμένο, είναι βδελυρό», πράγμα το οποίο έχει επιδιώξει να εκφράσει στην αποτύπωσή του.

Οι ιστορίες για τους βρικόλακες στην ελληνική γραμματεία πρόσφατα ανθολογήθηκαν επιμελημένες από τον Γιώργο Θάνο στη συλλογή Ο Άλιωτος και άλλες ιστορίες με βρικόλακες από τις εκδόσεις Ροές. Τα διηγήματα προέρχονται από ελάσσονες, αλλά και πιο σημαίνοντες συγγραφείς όπως ο Ιωάννης Κονδυλάκης και ο Ιάκωβος Πολυλάς, που όλοι τους έζησαν και έγραψαν από τις αρχές του 19ου αιώνα, μέχρι τα μέσα του 20ου. Ο υπότιτλος «μια ανθολογία λαογραφικού τρόμου» και η σύμπτωση του ίδιου όρου που χρησιμοποιούν και οι επιμελητές της έκθεσης Φοβοι Αρχέγονοι, ενδεχομένως να συνεπάγεται ότι μία ροπή προς ένα πεδίο, έχει αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται σε ένα πιο συνεκτικό αισθητικό ρεύμα.
Αν μπορούμε να τοποθετήσουμε κάπου την αρχή αυτού του ρεύματος, μάλλον θα ήταν στις Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Επαρχίας του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Αντίποδες το 2017, έχοντας διανύσει μια πρώτη θραυσματική ζωή σε μία ομώνυμη σελίδα στο facebook μέχρι εκείνη τη στιγμή. Με μια πρωτότυπη υβριδική γραφή που πειραματίζεται περισσότερο με τα αισθητικά στοιχεία της λαογραφίας, ενώ δεν κρύβει και τις επιρροές της από τις υποκουλτούρες του τρόμου εντός της ποπ κουλτούρας, ο Τσαπραΐλης κατασκεύασε ένα ολόκληρο σύμπαν επινοημένης παράδοσης και μια ιδιαίτερη απεικόνιση του αλλόκοτου η οποία αγκαλιάστηκε από το κοινό και την κριτική, οδηγώντας το βιβλίο σήμερα να βρίσκεται στην 9η επανέκδοσή του.
Πέρα από τη σπουδή στη βία και όχι τόσο τον τρόμο των λαογραφικών διηγήσεων που συναντάμε στη συνεργασία Τσαπραΐλη και Βάρθη στις Γυναίκες που Επιστρέφουν (Αντίποδες, 2020) αλλά και τη μετάφραση του συγγραφέα στο Teatro Grottesco του «δεξιοτέχνη του εσωτερικού τρόμου» Τόμας Λιγκότι (Αντίποδες, 2023), η περσινή συλλογή διηγημάτων του Τσαπραΐλη με τον τίτλο De Mysteriis μπορεί να διαβαστεί όχι μόνο ως αυτόνομη συλλογή, αλλά και ως ένα σχόλιο πάνω στις σύγχρονες αναζητήσεις δημιουργών και αναγνωστών στη λογοτεχνία του τρόμου.
Έχοντας εντοπίσει με τις Παγανιστικές Δοξασίες ένα νέο πεδίο πειραματισμού με τον τρόμο, το De Mysteriis δείχνει να ανοίγει το κάδρο και να θέτει ερωτήσεις για την υλικότητα και τη δύναμη της ίδιας της δημιουργίας μίας επινοημένης παράδοσης του τρόμου ή σε άλλες στιγμές να περιπλανιέται στον χώρο, αναζητώντας αυτό που θα μπορούσε να είναι παραλυτικά ανοίκειο στο περιβάλλον της σύγχρονης Αθήνας.
Αντλώντας όμως ανοιχτά και δηλωμένα έμπνευση για τα διηγήματα του τόμου από τους στίχους του De Mysteriis dom Sathanas των Νορβηγών Mayhem -άλμπουμ ορόσημο του μπλακ μέταλ- το εγχείρημα του Τσαπραΐλη αποκτά πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Δεν είναι μόνο επερώτηση των χωρικών και εκφραστικών δυνατοτήτων του τρόμου, αλλά ταυτόχρονα και επίδειξη των δημιουργικών ευκαιριών που έχει στο πεδίο της Λογοτεχνίας του Φανταστικού μία γενιά η οποία έχει προσλαμβάνουσες από το Υψηλό και το Χαμηλό, εντός και εκτός της λογοτεχνίας, αλλά και έναν συνεχή προβληματισμό για τα μέσα: για το πώς δημιουργούνται οι ιστορίες, πώς λειτουργούν και τι αποτέλεσμα έχουν όταν μεταδίδονται.
Δίπλα στα παραδείγματα των Παραδόξων, του λαογραφικού τρόμου και της μυθοπλασίας του Τσαπραΐλη, δεκάδες είναι οι εκδόσεις που βρίσκουν σήμερα ενδιαφέρον στη Λογοτεχνία του Φανταστικού, είτε αναμοχλεύοντας το παρελθόν, είτε δοκιμάζοντας νέους τρόπους, μορφές και πεδία αφήγησης σε μία εποχή που επιζητεί το υπερφυσικό στις ιστορίες του, ίσως όχι ως άμεση αλληγορία για την επισφαλή συνθήκη στην οποία έχει περιέλθει ο κόσμος, αλλά τουλάχιστον ως μία στοιχειώδη αντιληπτική διεύρυνση.
—

Ο συγγραφέας Δημοσθένης Παπαμάρκος
Δημοσθένης Παπαμάρκος, συγγραφέας και επιμελητής της σειράς Τα Παράδοξα (εκδ. ΔΩΜΑ)
«Κάτι που ξεφεύγει από το καθημερινό»
Για πάρα πολλά χρόνια η λογοτεχνία του φανταστικού θεωρούνταν μια κατώτερη λογοτεχνία. Έχει αλλάξει αυτό;
Έχει αλλάξει. Νομίζω δε χρειάζεται να το πω εγώ, οποιοσδήποτε παρακολουθεί τα τελευταία χρόνια τι γίνεται στο πεδίο της λογοτεχνίας στην Ελλάδα και της μεταφρασμένης και της ελληνικής λογοτεχνίας διαπιστώνει ότι πλέον τα όρια που ήταν πολύ αυστηρά ανάμεσα σε αυτού του τύπου τα είδη και την «σοβαρή» ή «καλή» λογοτεχνία, έχουν αρχίσει να καταργούνται. Και ευτυχώς δηλαδή, γιατί μπορούμε να απολαύσουμε πια -όχι χωρίς ενοχή- αλλά πιο καλές μεταφράσεις και εκδόσεις πραγμάτων που στο εξωτερικό έχουν περάσει στον κανόνα. Για κάποιο λόγο, μάλλον για πολλούς λόγους, εδώ πέρα ακόμα υπήρχε μία αντίσταση. Όπως σε πολλά πράγματα, στην Ελλάδα ακολουθούμε.
Ως προς το γιατί έχει αλλάξει, δεν ξέρω. Μια πρώτη σκέψη δική μου θα ήταν ότι είναι πια στις παραγωγικές ηλικίες και άρα τις ηλικίες που διαβάζουν και γράφουν αυτή τη λογοτεχνία, άνθρωποι που είχαν μια πολύ διαφορετική παιδεία σε σύγκριση με τις προηγούμενες γενιές. Όσο είμαστε μέχρι 50, είμαστε άνθρωποι που προλάβαμε τα βιντεοπαιχνίδια, διαβάσαμε κόμικς πολύ περισσότερο σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές, προλάβαμε προς το τέλος εκείνο το ρεύμα της αναγέννησης του κινηματογράφου τρόμου της δεκαετίας του ‘80, οπότε πολλές ταινίες που εμείς θεωρούμε κλασικές σαν γενιά, ανήκουν σε είδος: επιστημονικής φαντασίας, τρόμου κλπ.
Αυτό διαμορφώνει ένα άλλο γούστο, άρα και μια άλλη θέση απέναντι στη λογοτεχνία του φανταστικού χωρίς ενοχή, οπότε μπορείς να αναγνωρίσεις μετά αυτό που είναι πραγματικά καλό. Αυτό αντικατοπτρίζεται πια και στις επιλογές που κάνουν οι εκδοτικοί οίκοι. Όχι μόνο στο ποιον συγγραφέα θα εκδώσουν, αλλά και πόσο θα τον φροντίσουν γιατί πια δεν θεωρείται υποείδος ή pulp λογοτεχνία. Οπότε θα είναι καλή η μετάφραση, καλή η επιμέλεια, καλό το εξώφυλλο. Αυτό προδιαθέτει θετικά τον άνθρωπο να το πάρει στα χέρια του.
Για παράδειγμα, ο Ίαν Μπανκς γράφει επιστημονική φαντασία, αλλά είναι από τους μεγαλύτερους νέους Ιρλανδούς συγγραφείς των τελευταίων δεκαετιών. Ή ο Στίβεν Κινγκ είναι αδιμαφισβήτητα συγγραφάρα (γέλια). Η προηγούμενη γενιά βέβαια δεν τα ήξερε και καλά, για να μην τους αδικούμε.
Τα Παράδοξα, εκτός από μία πράξη αποκατάστασης αυτής της λογοτεχνίας, είναι και μια αντιπρόταση στο πνεύμα της εποχής που θέλει το μυθιστόρημα να είναι πιο ρεαλιστικό και γειωμένο στην καθημερινή εμπειρία;
Δεν θα έλεγα ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Στην πρόθεση των παραδόξων δεν υπάρχει ένα αίτημα αποκατάστασης αυτής της λογοτεχνίας ή ανάδειξης της μικρής φόρμας. Ότι έχουν βγει μικρά βιβλία μέχρι τώρα έχει να κάνει με την τύχη και με τον εκδοτικό προγραμματισμό. Θα ακολουθήσουν βιβλία που θα είναι μυθιστορήματα και μεγάλα σε όγκο.
Τώρα, Τα Παράδοξα ξεκινούν ως ένα τέκνο αγάπης. Είχε πέσει στα χέρια μου Το Κάλεσμα του Κθούλου που είχαν βγάλει οι εκδόσεις Δώμα, πάλι σε μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου. Κι όταν το διάβασα, είπα σε ένα φίλο μου που δουλεύει στο Δώμα, «φανταστικό – για μένα είναι πρώτη φορά που μεταφράζεται Λάβκραφτ στα ελληνικά». Όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται, πολλές παλιές μεταφράσεις είναι προβληματικές, δεν αποδίδουν το ύφος.
«Πες -λέω- στα παιδιά, βγάλτε και κάτι ακόμα, κανέναν Μπλάκγουντ, υπάρχουν σπουδαία έργα». Αργότερα, όταν γνωρίστηκα με τον Θάνο Σαμαρτζή, τη Μαριλένα Καραμολέγκου [σημ.: οι υπεύθυνοι των εκδόσεων Δώμα] και τη Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, κάπως το επανέφερα σαν αίτημα. Και κάποια στιγμή μου λέει ο Σαμαρτζής «δεν αναλαμβάνεις αφού το θες τόσο πολύ;» – με δεδομένο ότι και η Ζαχαριάδου τ’ αγαπάει πολύ αυτά τα κείμενα. Γνωριστήκαμε με τη Μαργαρίτα και κάνοντας κουβέντα διαπιστώσαμε ότι όλο γυρνάμε γύρω από αυτές τις αγάπες. Οπότε κι εκείνη ήταν πολύ θετική.
Τα Παράδοξα ξεκινάνε κάπως έτσι: βιβλία που αγαπάμε, έργα που αγαπάμε και στα οποία αναγνωρίζουμε μία ποιότητα υψηλή, μια καλή λογοτεχνία. Δεν είναι καλή λογοτεχνία είδους, δεν φέρνουν κάτι φρέσκο μόνο στο κομμάτι της πλοκής ή στα ευρήματα του κάθε συγγραφέα, αλλά έχουν μια ποιότητα και στον τρόπο.
Και το άλλο κριτήριο -κάπως προφανές- είναι ότι είναι λογοτεχνία που διαψεύδει την κοινή λογική, την κοινή εμπειρία της πραγματικότητας – Γι’ αυτό και ο τίτλος Τα Παράδοξα. δηλαδή συνομιλεί σαν όρος με το πρώτο τέτοιο είδος που εμφανίζεται ποτέ στην ιστορία της λογοτεχνίας, τη λεγόμενη παραδοξογραφία, που εμφανίζεται στον ελληνικό χώρο τον 3ο αι. π.Χ., και έχει μια παράδοση έκτοτε. Με άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά κάποιες φορές, αλλά είμαστε προς τα εκεί: σε κάτι που ξεφεύγει από το καθημερινό.
Κι αυτό που ξεφεύγει από το καθημερινό τι προκαλεί στο σημερινό αναγνώστη;
Είναι η ερώτηση που θα έπρεπε να ρωτήσουμε στον κάθε αναγνώστη. Εγώ θα έλεγα έκπληξη και μια αίσθηση θαυμασμού, όχι με την έννοια ενός θετικού συναισθήματος απέναντι σε κάτι, αλλά τη μετακίνηση που σου προκαλεί το αναπάντεχο. Βέβαια, ο σημερινός αναγνώστης είναι πολύ ψυλλιασμένος πια. Έχουμε διαβάσει πολλά, ξέρουμε τα μοτίβα και τα σχήματα, αυτού του είδους των αφηγήσεων. Λίγα πράγματα μας εκπλήσσουν.
Οπότε θα ήθελα Τα Παράδοξα να προκαλούν ένα αίσθημα έκπληξης, κυρίως από τη διαπίστωση ότι είναι υψηλή λογοτεχνία. Και γι’ αυτό γίνεται και πολύ αυστηρή επιλογή του τι εκδίδεται. Δεν είναι στις προθέσεις μας να εκδώσουμε τα άπαντα του Λάβκραφτ παραδείγματος χάριν, αλλά αυτά τα έργα που εμείς θεωρούμε ότι είναι από ένα επίπεδο και πάνω.
Ο Άλτζερνον Μπλάκγουντ έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα και πάνω από εκατό διηγήματα. Δεν θέλουμε να τα βγάλουμε όλα γιατί δεν είναι όλα καλά. Και είναι λογικό ένας συγγραφέας που γράφει τόσα πολλά, να έχει και κάποια πιο μέτρια ή και λίγο αδιάφορα.
Μιλώντας για την επιλογή τίτλων, ενώ είναι σύγχρονός της και συγγενεύει μερικώς με αυτή, ο Κάφκα δεν συνδέθηκε ποτέ με τη λογοτεχνία είδους. Γιατί αυτό;
Είναι αυτός ο διαχωρισμός με την «καλή λογοτεχνία» που οφείλει να μην είναι είδους. Η Μεταμόρφωση έχει όλα τα χαρακτηριστικά για να κατηγοριοποιηθεί ως έργο της Λογοτεχνίας του Φανταστικού -ακόμα και το έντομο στο οποίο μεταμορφώνεται ο Γκρέγκορ Σάμσα είναι ένα χιμαιρικό έντομο, δεν είναι κατσαρίδα (σημ.: όπως πρότειναν οι μέχρι τώρα μεταφράσεις), αλλά ένα υβρίδιο ανάμεσα σε κατσαρίδα, σαρανταποδαρούσα και άλλα. Κι αυτό πέραν του βασικού ευρήματος ότι ένας άνθρωπος μορφώνεται σε έντομο. Παρόλα αυτά, επειδή ο Κάφκα είναι πολύ καλός, ένας από τους επιδραστικότερους και σημαντικότερους λογοτέχνες του 20ου αιώνα, δεν μπορεί να μπει σε είδος.
Είναι κάπως κομπλεξικό αυτό. Όπως ο Μπόρχες, που όχι μόνο βάζει τον Λάβκραφτ στον κανόνα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, αλλά γράφει και ένα διήγημα το οποίο το αφιερώνει σε Λάβκραφτ και είναι επηρεασμένο από τον κόσμο του Λάβκραφτ. Σε συνεντεύξεις του όμως, είτε αρνείται ότι γνωρίζει το έργο του Λάβκραφτ, είτε λέει ότι δεν είναι καλός συγγραφέας, ότι απλά έχει λίγο ενδιαφέρουσες πλοκές σε κάποια διηγήματα.
Είναι αυτό το αφ’ υψηλού, ότι αν κάτι είναι καλό δεν μπορεί να ανήκει σε είδος. Ευτυχώς, δεν το λαμβάνει σχεδόν κανείς υπ’όψη από τη δικιά μας τη γενιά. Τα Παράδοξα κινούνται σε αυτή τη λογική, ότι δεν υφίσταται τέτοιος διαχωρισμός, λογοτεχνίας και λογοτεχνίας είδους – αν κάτι είναι καλή λογοτεχνία και έχει το χαρακτηριστικό ότι δεν επιβεβαιώνει την πραγματικότητα, ταιριάζει.
Αποφεύγω, όπως βλέπεις, τον όρο «ρεαλισμός» και τα παράγωγά του, γιατί τα πάντα είναι μυθοπλασία. Πάρε για παράδειγμα, το Μόμπυ Ντικ. Είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί. Είναι όμως ρεαλιστικό; Όχι, είναι μια εξαιρετική κατάσταση. Ή ακόμα και στα δικά μου έργα, όπως το «Γκιάκ» (Αντίποδες, 2014 – Πατάκης, 2020), αυτοί οι ήρωες απαντώνται οποτεδήποτε και οπουδήποτε; Είναι τόσο κοινοί ώστε να είναι μέρος της κοινότοπης πραγματικότητας; Όχι. Κι εκεί έχεις μία επινόηση.
Η διαφορά είναι αυτό που επινοείς, αν αντιβαίνει τους κανόνες που ξέρεις για τον φυσικό κόσμο ή όχι, κάτι που έχουμε δει και σε άλλες λογοτεχνίες που είναι ευρέως αποδεκτές, όπως ο λατινοαμερικάνικος μαγικός ρεαλισμός. Εκεί, για κάποιο λόγο, παρότι για μένα είναι λογοτεχνία του φανταστικού, ποτέ δεν την αντιμετωπίσαμε ως λογοτεχνία είδους. Γιατί είναι καλοί συγγραφείς, είναι συγγραφείς που έχουν πάρει Νόμπελ, οπότε ξεχνάμε ότι η γραφή τους ανατρέπει την πραγματικότητα.
Και μάλιστα, δεν διεκδικώ την πατρότητα αυτής της διαπίστωσης. Ένας από τους πρώτους που είχε γράψει αυτό ήταν ο Μάικλ Μούρκοκ, τεράστιος Βρετανός συγγραφέας – και αυτού του είδος, αλλά και γενικότερα. Για μένα είναι από τους καλύτερους που έχει βγάλει η Βρετανία. Στο Epic Pooh ξεκινάει μιλώντας για την Αγγλία και τον δυτικό κόσμο και λέει αυτό: εμείς βάζουμε κατηγορίες και από την άλλη διαβάζουμε τους Λατινοαμερικάνους και όλα είναι εντάξει. Είναι μεγάλη η ανάλυση του, βέβαια, γιατί πιάνει και το εμπορικό κομμάτι που παίζει ρόλο: η αγορά θέλει κατηγορία, ότι το τάδε είναι σαν το δείνα που έχει πουλήσει πολύ. Θέλει μια εύκολη ταμπέλα για το μάρκετινγκ.
Αν σκεφτεί κανείς τον Μωπασάν ας πούμε. Εχει γράψει διηγήματα του Φανταστικού. Θα τον κατέτασσε κανείς στη λογοτεχνία είδους; Όχι. Γιατί; Γιατί είναι ο Μωπασάν. Είναι αυτά τα παράδοξα, για να κάνω κι ένα λογοπαίγνιο με τον τίτλο της σειράς.
—-

Ο εικαστικός Φώτης Βάρθης
Φώτης Βάρθης, εικαστικός
«Ο λαογραφικός μας τρόμος έχει κάτι το χωμάτινο»
Αποτελούν οι «Φόβοι αρχέγονοι…» μία αντιπρόταση στην καθιερωμένη και συνήθη εικονογραφία του τρόμου;
Ο τρόπος με τον οποίο το προσεγγίσαμε ήταν ότι θέλαμε να κάνουμε μια έρευνα πάνω σ’ όλον τον λαογραφικό τρόμο της Ελλάδας. Ως προς το εικονογραφικό συγκεκριμένα, ενώ υπάρχουν αποσπασματικά εικονογραφήσεις θεμάτων που αφορούν το γενικό αυτό πλαίσιο, έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχουν κάπου συγκεντρωμένες. Οπότε δικός μας σκοπός ήταν αφενός να κάνουμε μια έρευνα πάνω στο κομμάτι του λαογραφικού τρόμου, με βασικές πηγές τα κείμενα του Πολίτη, περιηγητών και ό,τι άλλο βρήκαμε από τον 18ο-19ο αιώνα κυρίως και να τα συγκεντρώσουμε αυτά ώστε να γίνει μια συνολική εικονογράφηση των παραδόσεων και του λαογραφικού τρόμου στην Ελλάδα.
Κάτι που δεν ήξερα και για το οποίο ενημερώθηκα μέσα από αναρτήσεις του Γιώργου Θάνου και του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη για παράδειγμα, ήταν ότι δεν υπήρχε μέχρι τώρα εικονογράφηση του δικού μας βρικόλακα στην Ελλάδα, πέρα από κάποια σύγχρονα κόμικ και κάποιες περιγραφές κυρίως μέσα από τις Παραδόσεις του Πολίτη. Οπότε είναι μια έρευνα και στο κομμάτι της εικόνας, αλλά και στη συγκέντρωση του υλικού.
Σε τι διαφέρει ο λαογραφικός τρόμος από τις γενικότερες απεικονίσεις του τρόμου;
Έχει επικρατήσει κυρίως μια δυτικότροπη προσέγγιση ως προς την εικονογράφηση, με αυτό το «επιβλητικό» στοιχείο του τρόμου, εννοείται επηρεασμένη κυρίως από την γοτθική κουλτούρα. Εδώ δεν έχουμε κάποια ωραιοποίηση στην όψη του βρικόλακα, είναι ένα πράγμα το οποίο ξεφυτρώνει μέσα από το χώμα, είναι λερωμένο, είναι βδελυρό. Ενώ σταδιακά και μέχρι σήμερα, στην ποπ κουλτούρα και κυρίως μέσα από τον κινηματογράφο ή οποιαδήποτε άλλη απεικόνιση του βρυκόλακα, κυριαρχεί το πιο αριστοκρατικό και θελκτικό στοιχείο της παρουσίασής τους. Όλα τα κομμάτια νομίζω του δικού μας λαογραφικού τρόμου έχουν κάτι πιο χωμάτινο στο υπερφυσικό, ενώ ακόμα και τα πιο αιθέρια στοιχεία, έχουν μια επαφή καθαρά με κάτι γήινο. Είτε είναι μια πηγή, είτε είναι ένα δάσος, συνδέονται άμεσα με αυτό.
Τώρα σχετικά με το κομμάτι του λαογραφικού τρόμου που έχουμε ονομάσει «οικιακό», δηλαδή αυτά που συμβαίνουν μέσα στο χώρο μιας μικρής κοινωνίας -γιατί τα υπερφυσικά συνήθως συμβαίνουν έξω από τα όρια του κοινωνικού- έχουν πάρα πολλή ωμότητα και είναι συγκλονιστικό το πόσο άμεσες είναι οι διηγήσεις. Τα τραγουδούν ακόμα και μέσα σε γιορτές, οι οποίες δεν προδιαθέτουν για κάτι τέτοιο. Ας πουμε το τραγούδι από την παραλογή της «Μάνας της Φόνισσας» που είναι από τα πιο σκληρά κομμάτια τρόμου που έχουμε, τραγουδιόταν την ημέρα της Λαμπρής, το οποίο είναι λίγο περίεργο. Συνεχίζουμε και ελπίζω ότι θα έχουμε κάποιες ενδιαφέρουσες εισηγήσεις και πάνω σε αυτό το κομμάτι, για το πως η βία περνάει στο τόσο casual, στο καθημερινό.

Ας πάρουμε παράδειγμα τον Τάσσο, τον πιο γνωστό χαράκτη της Ελλάδας. Σκέφτομαι ότι και στα δικά του έργα κυριαρχεί μια αίσθηση του ανοίκειου, αλλά και μία ένταση. Θεωρείς ότι το στοιχείο του τρόμου είναι εγγενές στη χαρακτική;
Συγκεκριμένα για τον Τάσσο -τον οποίο κι εγώ λατρεύω πάρα πολύ και πολλά στοιχεία μέσα από τα έργα είναι από επιρροές από έργα του- νομίζω αυτό που είναι το πιο κοντινό στοιχείο είναι ότι και ο Τάσσος χρησιμοποιεί το βυζαντινό σχέδιο σαν βάση για τη χαρακτική του, κάτι το οποίο κάνω πάρα πολύ κι εγώ. Οπότε από μόνο του αυτό το στοιχείο φέρνει τα έργα πολύ κοντά.
Ως προς τη χαρακτική γενικότερα τώρα, νομίζω ότι παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η βασική χρήση του λευκού και του μαύρου, όπου αυτή η ένταση από μόνη της δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μέσα στην οποία μπορείς να παίξεις πάρα πολύ. Επίσης, επειδή όντως έχει χρησιμοποιηθεί έτσι, νομίζω ότι έχει περάσει και σε εμάς σαν εικόνα. Στα έργα του Γκιστάβ Ντορέ, για παράδειγμα, παρότι έχουν μια ρομαντικότητα μέσα τους, το ανοίκειο και το σκοτεινό υπάρχει σχεδόν πάντα. Νιώθεις μια ατμόσφαιρα η οποία σου επιβάλλεται μέσα από κάτι παράδοξο, παράξενο.
Πόσο δόκιμο είναι να μιλάμε για παράδοξο, παράξενο, ανοίκειο όταν αναφερόμαστε σε λαογραφικές παραδόσεις. Δεν έχουμε εξοικειωθεί με αυτές με τον καιρό;
Από τη στιγμή που ζούμε σε μια εποχή με ηλεκτρισμό κατ’ αρχάς, όλα αυτά τα πράγματα διαλύονται κάπως. Δεν υπάρχουν. Σίγουρα μεσολαβεί και το πρίσμα μιας απόστασης, το πώς πλέον φτάνουν ξανά ως εμάς και τα ξαναβλέπουμε με αρκετά διαφορετική οπτική.
Σε μένα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ακριβώς το γεγονός μιας μικρής παύσης η οποία έχει προηγηθεί. Όχι απόλυτης – δηλαδή δεν είναι ότι σταμάτησαν ποτέ να γράφονται πράγματα τα οποία αφορούσαν όλα αυτά. Υπάρχουν παραδείγματα και από πολύ παλαιότερες δεκαετίες σχεδόν σε όλους τους τομείς δηλαδή και σίγουρα στη λογοτεχνία, όπου έχουμε πολύ μεγάλη αφθονία πηγών. Σίγουρα δεν μας προκαλούν την ίδια αίσθηση και τον τρόμο που θα προκαλούσαν σε κάποιον που τα άκουγε 70-80 χρόνια πριν. Αλλά μας ξυπνούν ξανά και μας κάνουν να αισθανθούμε στοιχεία τα οποία υπήρχαν και να προσπαθήσουμε να τα συνδέσουμε με τωρινά παραδείγματα.
Στο συνοδευτικό σημείωμα της έκθεσης διαβάζουμε ότι «σε μια εποχή απομάγευσης, η ανάγκη επαφής με το ανοίκειο και το φυσικό λειτουργεί ως τρόπος κατανόησης του αγνώστου». Γιατί χρειαζόμαστε την κατανόηση του αγνώστου;
Νομίζω ότι οι μύθοι, οι ιστορίες και κυρίως το κομμάτι του τρόμου είναι ακριβώς το στοιχείο το οποίο μας κάνει να φτάσουμε μέχρι εκεί που μπορούμε έστω να ψηλαφίσουμε τέτοιου είδους πράγματα, τα οποία είναι πολύ πιο δύσκολο να διαχειριστούμε αλλιως. Δηλαδή ο μύθος, το παραμύθι, μια τρομακτική ιστορία μας προπονεί κατά κάποιο τρόπο απέναντι σε κάτι τρομακτικό. Μέσω αυτής της οδού βρίσκουμε τη διέξοδο να μιλήσουμε γι’ αυτά τα πράγματα και να προσπαθήσουμε να τα κατανοήσουμε όσο μπορούμε καλύτερα. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι άλλο το οποίο μπορεί να σπάσει τον τοίχο ανάμεσα σε εμάς και κάτι ανεξήγητο, όσο μια ιστορία η οποία το περιγράφει, έστω και αλληγορικά.
Η δική σου δουλειά εξερευνά εικαστικά και λαογραφικά πρωτίστως την ελληνική παράδοση. Έχει όμως και στοιχεία από την ευρύτερη παράδοση του τρόμου, τα οποία μπορεί να μην είναι ορατά σε κάποιον εκ πρώτης όψεως;
Είναι πάρα πολύ πιθανό. Δεν ξεκίνησα να δουλεύω έχοντας στο μυαλό μου συγκεκριμένες αναφορές που προσπάθησα να τις παντρέψω, αλλά είναι βέβαιο ότι επειδή έχω μεγαλώσει μέσα σε αυτές τις δεκαετίες, μέσα σε όλη αυτή την κουλτούρα δηλαδή, στη λογοτεχνία του φανταστικού αλλά και στο κομμάτι του τρόμου σε ένα μεγάλο ποσοστό, έχω δεχθεί πολλές τέτοιες επιρροές. Στο εικονογραφικό κομμάτι του Βυζαντινού μπαίνουν μέσα στοιχεία ακόμα και από κόμικ, από βίντεο γκέιμς, σίγουρα εικόνες από σινεμά και περιγραφές, και σίγουρα ό,τι χτίζει μια ατμόσφαιρα μέσα σ’ ένα λογοτεχνικό κείμενο. Θα έπρεπε να το σκεφτώ λίγο παραπάνω για να φέρω συγκεκριμένες αναφορές, αλλά είναι βέβαιο ότι υπάρχουν.
___

Ο συγγραφέας Χρυσόστομος Τσαπραΐλης
Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, συγγραφέας
«Κάποια στιγμή καθιερώθηκε ο ρεαλισμός ως το στάνταρ»
Τι έχει αλλάξει στο πως διαβάζουμε τη λογοτεχνία του φανταστικού -και ειδικά του τρόμου- σήμερα;
Νομίζω το πιο σημαντικό για τη Λογοτεχνία του Φανταστικού τα τελευταία 15 χρόνια χοντρικά, είναι ότι έχει γίνει πιο αποδεκτή σε ευρύ κοινό. Αιτία αυτού, αλλά και αποτέλεσμα επίσης -είναι λίγο ουροβορικό αυτό το πράγμα- είναι ότι έχει βελτιωθεί και η ποιότητα της.
Αυτό οφείλεται επίσης στο ότι έχει μπολιαστεί με διάφορα άλλα είδη. Δεν φοβάται, δεν χρειάζεται να μένει εκεί αποστειρωμένη στο δοχείο της όπως ήταν μέχρι τα 90s. Και αυτό είναι ζήτημα, νομίζω, της γενικότερης μεταμοντέρνας αντίληψης περί τέχνης. Δηλαδή και στη μουσική το βλέπουμε μετά το 2000 ότι τα όρια μεταξύ ειδών έχουν λίγο καταρρεύσει, οπότε υπάρχει μια όσμωση και στη Λογοτεχνία του Φανταστικού.
Μετά, ειδικά για τον τρόμο θα έλεγα ότι έχει να κάνει γενικότερα με τον ύστερο καπιταλισμό που διανύουμε, την αβεβαιότητα που υπάρχει, την αστάθεια… Όλα αυτά συντονίζονται λίγο με το πεδίο του τρόμου.
Γιατί όμως μέχρι τώρα ο λογοτεχνικός κανόνας δεν συμπεριλάμβανε συγγραφείς αναγνωρισμένους και επιδραστικούς, όπως ο Λάβκραφτ, για παράδειγμα;
Έλα μου ντε, Θα έλεγα ότι είναι για τους ίδιους λόγους που θεωρούνταν «παραλογοτεχνία» ή pulp λογοτεχνία, όπως το λέγανε. Δεν είμαι και ιδιαίτερα γνώστης της θεωρίας της λογοτεχνίας, οπότε μόνο εικασίες μπορώ να κάνω. Φαντάζομαι απλά σε κάποια στιγμή καθιερώθηκε ο ρεαλισμός ως το στάνταρ και ειδικά η ενασχόληση και η εμβάθυνση απλά στην ψυχοσύνθεση και στην κριτική της καθημερινότητας.
Πράγματα που τα είχαν διαπιστώσει από νωρίς εν τω μεταξύ: επειδή μετέφρασα πρόσφατα ένα βιβλίο του Άρθουρ Μάχεν, ο Μάχεν το αναφέρει ήδη από το 1890 αυτό. Ο πρωταγωνιστής του σε ένα μυθιστόρημα έχει μια κουβέντα με έναν φίλο του, ο οποίος είναι φανατικός της ρεαλιστικής λογοτεχνίας και υποστηρίζει ότι η λογοτεχνία έχει αποκλειστικό και μόνο στόχο να αποτυπώνει την πραγματικότητα – κι ο άλλος ενίσταται. Το διάβαζα δηλαδή και ήταν κάπως γνώριμο αυτό το πράγμα (γέλια).
Ειδικά οι Παγανιστικές Δοξασίες στη Θεσσαλική Επαρχία κινούνται στο ευρύτερο πεδίο του σύγχρονου λαογραφικού τρόμου. Τι είναι το τρομακτικό όμως στις λαογραφικές παραδόσεις;
Το τρομακτικό για τον σύγχρονο άνθρωπο, ουσιαστικά δηλαδή για την συμπαγή ταυτότητα του σύγχρονου ανθρώπου, είναι η αβεβαιότητα που μπορεί να εκφράζει ένας κόσμος από τον οποίο λείπουν κάποιες πολύ βασικές σταθερές, όπως η πλήρης πίστη στο απαράβατο των κανόνων της επιστήμης. Στο ότι δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τα πάντα με τη λογική. Νομίζω αυτά είναι που δημιουργούν μια αίσθηση αβεβαιότητας που μπορεί να καταλήξει σε τρόμο.
Και πάλι βέβαια στις Παγανιστικές δεν ήταν αυτοσκοπός ο τρόμος. Κυρίως ήταν να βγάλω λίγο το θαυμαστό στοιχείο. Αυτό είναι κυρίως που με ενδιαφέρει -και ειδικά με τα χρόνια όλο και περισσότερο- στη Λογοτεχνία του Φανταστικού. Το μη-καθημερινό, οτιδήποτε ξεφεύγει από την καθημερινότητα και προκαλεί στον αναγνώστη ή θεατή αυτό το θρησκευτικό δέος, το οποίο εμπεριέχει και τρόμο όπως έλεγε και ο Κίρκεγκωρ στο Φόβος και Τρόμος ή ο Ρούντολφ Όττο στο Ιερόν. Γιατί αυτό το στοιχείο είναι που μου λείπει από τον κόσμο που έχω βιώσει εγώ μέχρι στιγμής και γι’αυτό το αναζητώ είτε στις παραδόσεις, είτε στους μύθους, είτε σε οτιδήποτε σχετικό.
Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτές οι παραδόσεις σήμερα δεν είναι ζωντανές, οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι με ένα τρόπο είναι ακόμα πιο έντονο το ανοίκειο;
Πιθανώς. Από την άλλη βέβαια, το ότι δεν είναι ζωντανές τις κάνει και κάπως πιο ασφαλείς για κατανάλωση θα έλεγα. Από τη μία αυξάνει την οικειότητα, από την άλλη τις καθιστά αρκετά απόμακρες ώστε να μην φοβάται να κοιτάξει κανείς έξω από το παράθυρό του, όπως θα έκανε αν κάποιος διάβαζε κάτι τέτοιο στην ελληνική επαρχία του 1920.
Πιστεύω ειδικά για το λαογραφικό τρόμο ότι φτάνει μέχρι κάποιο σημείο, έχει όρια. Δηλαδή είναι περισσότερο θα έλεγα ένας απολαυστικός τρόμος, καθότι ασφαλής τρόμος, κάπως ένας τρόμος σαν αυτόν του λούνα παρκ. Μιλώντας για το καθαρά λαογραφικό.
Είμαστε πλέον μια γενιά αναγνωστών που έχουμε άλλα αρχέτυπα του τρόμου, τα οποία έχουν γεννηθεί από τα θρίλερ, τα βίντεο γκέιμς ή και το μπλακ μέταλ.Ο τρόπος που αναβιώνει η λογοτεχνία του φανταστικού αποτελεί την προσπάθεια μιας γενιάς να πει «κοιτάξτε, εμείς έχουμε και αυτές τις προσλαμβάνουσες»;
Ξεκάθαρα. Καταρχάς, σίγουρα είναι αντίδραση για αυτά τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας που κάναμε στο σχολείο. Σιχαινόμουν το μάθημα και γενικά σιχαινόμουν μέχρι αρκετά μεγάλη ηλικία και τη λεγόμενη κλασική ελληνική λογοτεχνία και γι αυτό δεν έχω και καμία επαφή μαζί της σχεδόν.
Από εκεί και πέρα, τα της ποπ κουλτούρας, ταινίες, παιχνίδια, μουσικές κτλ. είναι κομμάτι του εαυτού μας. Δεν γίνεται να τα βγάλεις τελείως εκτός και άρα αναγκαστικά κάπου θα διοχετευτούν. Ειδικά για εμάς νομίζω ότι είναι μάλιστα και μια μεγάλη απόλαυση το να καταφέρουμε να φτιάχνουμε τέχνη και αν είναι δυνατόν κιόλας, να είναι και λίγο πιο ευρείας κατανάλωσης, στην οποία να βάζουμε όλα αυτά τα οποία ήταν υποκουλτούρα όταν ήμασταν έφηβοι. Ναι, είναι μια μικρή νίκη.

Στο De Mysteriis φαίνεται να πειραματίζεσαι με το ανοίκειο, το αποξενωτικό, το μη-καθημερινό. Είναι με κάποιον τρόπο ένα μετα-σχόλιο στον τρόμο;
Κατέληξε να είναι. Στην αρχή δεν είχα κάποια ιδέα, αλλά κάπου στο ένα τρίτο της διαδρομής που άρχισα να σκέφτομαι ποιος θα είναι τελικά ο πυρήνας αυτής της συλλογής, κατέληξαν ότι θα είναι ένα σχόλιο περί τρόμου, περί του κατά πόσο μια ιδέα μπορεί να ανεξαρτητοποιηθεί από τον δημιουργό της, από το άτομο που τη γέννησε. Και αυτό νομίζω εφάπτεται και λίγο με το ίδιο το μπλακ μέταλ και τη σκηνή που το γέννησε. Τα πιτσιρίκια που τα έκαναν πάνω στη Νορβηγία τέλη ‘80-αρχές ‘90 σίγουρα νομίζω από κάποιο σημείο και μετά δεν πίστευαν ότι θα πάρει τις διαστάσεις που πήρε. Και νομίζω και οι ίδιοι ήταν δύσκολο να ελέγξουν αυτό το πράγμα. Γι’ αυτό και κατέληξαν πόσοι στη φυλακή, είχαμε δολοφονίες, εμπρησμούς κλπ. Οπότε ναι, ήρθε και ταίριαξε εν τέλει αυτό το χαρακτηριστικό της πρώιμης μπλακ μέταλ σκηνής.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις