
Οι «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου: τίποτε δεν μένει ίδιο
Ο Θ. Παπαγγελής συστήνει τις «Μεταμορφώσεις» ένα από τα σημαντικότερα έργα της δυτικής λογοτεχνίας, στο οποίο ο Οβίδιος συγκεντρώνει 250 ελληνορωμαϊκούς μύθους με επίκεντρο τη μεταμόρφωση των ανθρώπων σε ζώα ή στοιχεία της φύσης
Είναι περίπου 12.000 στίχοι με περιγραφές μύθων, θεούς που παρεμβαίνουν στα ανθρώπινα, ανθρώπους που αλλάζουν μορφή, επικές μάχες, ερωτικές ιστορίες. Κι όμως, ως προς τη βασική τους θεματική οι «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου, που εκτείνονται σε 15 βιβλία, μοιάζουν με ένα υπεραναπτυγμένο σχόλιο στο «πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ’ αυτό μένειν» του Ηράκλειτου. Τίποτε δεν είναι σταθερό, όλα αλλάζουν και μεταμορφώνονται: η Ιστορία, η δόξα και η δύναμη, οι βεβαιότητες και οι ταυτότητες. Για να αποδώσει το συμπέρασμα αυτό ο Οβίδιος χτίζει προηγουμένως μια εντυπωσιακή πινακοθήκη με ορισμένους από τους γνωστότερους ελληνορωμαϊκούς μύθους επιστρατεύοντας το αφηγηματικό ύφος που έμελλε να επηρεάσει αργότερα τον Τσώσερ, τον Μίλτον και τον Σαίξπηρ.
Η αφορμή για να επιστρέψουμε στη «μυθολογία» του Οβίδιου είναι η μετάφραση του Θεόδωρου Παπαγγελή, ακαδημαϊκού και ομότιμου καθηγητή Λατινικής Φιλολογίας, η οποία κυκλοφόρησε μόλις από τον «Gutenberg». Συστήνεται έτσι ολοκληρωμένο και με τη γνωστή φροντίδα στον έμμετρο λόγο και τις γλωσσικές αναλογίες το magnum opus του Ρωμαίου ποιητή, οποίος ζει στη χρυσή εποχή του Οκταβιανού Αύγουστου, αλλά τελικά εξορίζεται στη Μαύρη Θάλασσα (το περίφημο «Ovidius poeta in terra Pontica exulat…» για τους παλαιούς τριτοδεσμίτες).

Ο Πόπλιος Οβίδιος Νάσων (43 π.Χ. – 17 μ.Χ), όπως ήταν το πλήρες όνομά του, υπήρξε σύγχρονος των γηραιότερων Βιργίλιου και Οράτιου. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια πατρικίων της επαρχίας, η οποία από πολλές γενιές ανήκε στην τάξη των ιππέων, ώστε να στείλει τον ίδιο και τον αδελφό του στη Ρώμη για να σπουδάσουν Ρητορική σε ηλικία περίπου 12 ετών. Όταν εξορίζεται, οι «Μεταμορφώσεις» έχουν λίγο έως πολύ ολοκληρωθεί. Πρόκειται για μια εποποιΐα αφηγήσεων που ξεκινά από τη δημιουργία του κόσμου -μετά το Χάος- και τις τέσσερις εποχές του (Χρυσή, Αργυρή, του Χαλκού, του Σίδερου), για να καταλήξει στην αποθέωση του Ιούλιου Καίσαρα και τις ευχές για μακροημέρευση του Αυγούστου. Μοιάζει πλέον με ειρωνεία το γεγονός ότι ενώ ο Οβίδιος υπερασπίζεται τη συνεχή αλλαγή του σύμπαντος κλείνει το έργο του με μία διεκδίκηση αθανασίας για τον ίδιο και την Αυτοκρατορία: «Το πιο πολύτιμο απ’ αυτό που είμαι δε θα μείνει μες στο μνήμα/ στ’ αστέρια αθάνατος θ’ αναληφτώ, τίποτε τ’ όνομά μου δε θα σβήσει/ εκεί που η Ρώμη, αφέντρα των λαών, απλώνεται σ’ ανατολή και δύση/ θα μείνω στους αιώνες ξακουστός, όλοι τους στίχους μου θα μνημονεύουν/ πάντα θα ζω αν είναι αληθινό κάτι απ’ αυτά που οι βάρδοι προφητεύουν» (οι στίχοι γίνονται διπλά ειρωνικοί αν αναλογιστεί την τύχη που του επιφύλαξε η «αφέντρα των λαών»).

«Το γδάρσιμο του Μαρσύα» του Τιτσιάνο (1570 – 75)
Στις «Μεταμορφώσεις» συνυπάρχει ο Όμηρος, η «Αινειάδα» του Βιργιλίου και η ιστορία της Ρώμης. Στο τελευταίο τμήμα του έργου, ωστόσο, δεσπόζει και η περιγραφή της πυθαγόρειας φιλοσοφίας (περίπου 400 στίχοι), που εν μέρει απηχεί το ιδεολογικό κέντρο των «Μεταμορφώσεων» για τη συνεχή «μετανάστευση» των ψυχών από σώμα σε σώμα. Στο παρακάτω απόσπασμα από το 15ο βιβλίο μιλάει ο Πυθαγόρας:
Ω άνθρωποι, που σας καταπτοεί του μαργωμένου θάνατου η σκέψη,
τη Στύγα, μέρη ανήλιαγα, κενά ονόματα γιατί να τα φοβάστε,
κόσμου που είναι ανύπαρκτος δεινά, αυτά που ποιητές ανιστορούνε;
Ότι μπορεί του ανθρώπου το κορμί να υποφέρει στης πυράς τη φλόγα
ή όταν σήπεται με τον καιρό, βγάλτε το εντελώς απ’ το μυαλό σας!
Θάνατος δεν αγγίζει τις ψυχές, τον πρωτινό τους τόπο σαν αφήσουν
κονάκι πάντα βρίσκουνε αλλού και σε καινούρια στέγη κατοικούνε.
Σ’ αυτό το σύμπαν των μεταμορφώσεων, όπου τίποτε δεν μένει ίδιο κι απαράλλαχτο, ακόμη και οι μεγάλες δυνάμεις της Ιστορίας -η Τροία ή η Αθήνα- υπόκεινται στον κανόνα της ανόδου και της πτώσης. Γι’ αυτό και είναι αδιόρατη μία σύγκρουση ανάμεσα στο βιβλίο και τις αξιώσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να γράψει το «τέλος της ιστορίας», παρόλο που ο Οβίδιος προφητεύει την άνοδό της για να γίνει «όλης της οικουμένης η κεφαλή»:
Κι ο χρόνος πάντοτε κυλά και είναι συνεχής η κίνησή του
ωσάν του ποταμού: ούτε αυτός μπορεί να σταματήσει ούτε οι ώρες που φεύγουν γρήγορα· όπως ωθεί το ένα κύμα τ’ άλλο και το ίδιο σπρωγμένο από πίσω δυνατά σπρώχνει αυτό που βρίσκεται μπροστά του,
το ίδιο και του χρόνου οι στιγμές διαδέχονται συνέχεια η μιά την άλλη
σε ένα αδιάκοπο παρόν. Αυτό που πριν υπήρξε δεν υπάρχει
υπάρχει αυτό που δεν υπήρξε πριν κι ο κύκλος τούτος όλο ξαναρχίζει.
Οι ιστορίες του Οβίδιου φτάνουν τις 250, οπότε είναι δύσκολη οποιαδήποτε απόπειρα περίληψής τους. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ο έμπειρος μεταφραστής παρέχει έναν συνοπτικό πλοηγό στο τέλος της εισαγωγής συμπεριλαμβάνοντας όλα τα επεισόδια των μεταμορφώσεων σε τίτλους: από τον Λυκάονα που γίνεται λύκος κατά την τιμωρία του Δία, την Ιώ που μεταμορφώνεται σε αγελάδα, τον Ακταίονα σε ελάφι (επειδή είδε την Άρτεμη να λούζεται γυμνή) έως την Αλκυόνη – θαλασσοπούλι. Κοινό νήμα που διαπερνά τις 470 σελίδες της μετάφρασης είναι η ευφορία που δημιουργεί στον ίδιο τον ποιητή η αφήγηση. Για χάρη της μετέρχεται διαφορετικά είδη -από την πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση μέχρι την επική αναπαράσταση- ώστε να κρατάει πάντα με το μέρος του τον αναγνώστη ή τον ακροατή. «Πρόκειται για αφηγητή που πάνω απ’ όλα νοιάζεται να επιδείξει αυτή την ευρηματικότητα και ευελιξία, και ένας τρόπος για να το κάνει αυτό είναι να προσφέρει μια δειγματοληψία ειδολογικής πολυφωνικότητας από ιστορία σε ιστορία αλλά κάποτε και μέσα στα όρια μιας και μόνης ιστορίας» επισημαίνει ο Θ.Παπαγγελής.

«Απόλλων και Δάφνη» του Μπερνίνι (1622-25). Γκαλερία Μποργκέζε
Ακόμη και τον Όμηρο θα προσπαθήσει να ξεπεράσει ο Οβίδιος σε μια άσκηση ύφους τραβώντας το μοτίβο της ανδρείας στα άκρα -σε μια οιονεί παρωδία του είδους όταν στο 12ο βιβλίο εξιστορεί τη μάχη Λαπιθών και Κενταύρων χρησιμοποιώντας 300 στίχους. Οι ιστορίες του είναι άλλοτε πνευματώδεις, αισθησιακές, μελό, γκροτέσκες, εφιαλτικές. Να η Κορωνίδα από τη Λάρισα, την οποία αγαπά ο θεός Απόλλων, αλλά ο Κόρακας του αποκαλύπτει ότι η ερωμένη του πλαγιάζει με θνητό (δεύτερο βιβλίο). Ο Απόλλων τη χτυπάει με βέλος, αλλά στη συνέχεια σέρνεται μετανιωμένος πάνω από το άψυχο κορμί της. Το μόνο που προλαβαίνει να κάνει αργότερα στη νεκρική πυρά είναι να αρπάξει από την κοιλιά της το έμβρυο που κυοφορούσε: είναι ο Ασκληπιός, τον οποίο αναλαμβάνει να αναθρέψει ο κένταυρος Χείρων. Ως τιμωρία ο θεός βάφει τα φτερά του Κόρακα μαύρα από λευκά που ήταν στην αρχή. Για την ιστορία, τον ίδιο μύθο (χωρίς τον Ασκληπιό) διηγείται ο Διαχειριστής στις «Ιστορίες του Καντέρμπερυ» του Τσώσερ -και αυτή είναι μόνο μία από τις επιρροές των «Μεταμορφώσεων» στη μεταγενέστερη λογοτεχνία:
Το κοράκι στα ίσια και με γλώσσα ωμή
του έδωσε σίγουρες αποδείξεις για την απάτη τη συζυγική
και για την ατίμωση και την ντροπή που τα μάτια του είχαν δει.
Ο Φοίβος, όταν τ’ άκουσε αυτά, έστρεψε αλλού τα δυο του μάτια,
κι ένιωσε πως η καρδιά του πάνει να γίνει δυο κομμάτια.
Τέντωσε το τόξο και μ’ ένα βέλος στης γυναίκας του τη ζωή έβαλε τέλος
(εκδ. Νησίδες, μτφ. Γιώργος Χαλβατζόγλου, 2018)
Μια άλλη αναφορά σε μύθο του Οβίδιου είναι ο πίνακας «Το γδάρσιμο του Μαρσύα» του Τιτσιάνο από τη δεκαετία του 1570. Σύμφωνα με τον μύθο, ο σάτυρος Μαρσύας προκαλεί τον Απόλλωνα σε αγώνα μουσικής με τον αυλό του. Φυσικά και χάνει, οπότε πρέπει να υποστεί το μαρτύριο να τον γδάρουν ζωντανό. Να, όμως, που και ο ίδιος ο τρόμος μεταμορφώνεται. Την «ώρα του κακού» η φύση συμμετέχει στον πόνο προσφέροντας μια στιγμή θλιβερή μεν, αλλά απρόσμενα καταπραϋντική, σχεδόν εξαγνιστική:
Τον κλάψαν οι ξωμάχοι, των δασών θεότητες και πνεύματα, οι φαύνοι,
τ’ αδέρφια του οι σάτυροι κι αυτός ο Όλυμπος που ήταν στην καρδιά του
ακόμα και την ώρα του κακού, οι νύμφες κι όσοι στα βουνά εκείνα κοπάδια με το πλούσιο μαλλί και των βοδιών βοσκούσαν τις αγέλες.
Κάρπιμη πότισε ως μέσα η γη, τα δάκρυα που πέφταν πήρε εντός της,
ως τη στερνή τους τη σταλαγματιά τα ήπιε και βαθιά της συναγμένα
πηγή τα έκανε νερού ψηλά τινάζοντας το ανάβλυσμα στις αύρες.
Γρήγορη από κει νεροσυρμή σε όχθες πλαγιαστές κατά τον πόντο
κύλησε -της Φρυγίας ποταμός, πιο γάργαρος απ’ όλους, ο Μαρσύας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις