
«Αστική ζούγκλα»: εκεί όπου το δάσος συναντά την πόλη
Στο βιβλίο του «Αστική ζούγκλα», ο Μπεν Γουίλσον υποδεικνύει ότι η βιοποικιλότητα μπορεί να ανθίσει στα σημεία των πόλεων που κατά τ' άλλα μοιάζουν «νεκρά» ή άχρηστα
Και αν η πόλη δεν είναι το απολύτως αντίθετο της φύσης; Αν υπάρχει μία περιοχή όπου μπορούν να συνυπάρξουν μέσα στα όρια που επαναχαράσσουν οι μητροπόλεις ενόψει της κλιματικής κρίσης; Αυτά είναι βασικά ερωτήματα που θέτει ο Μπεν Γουίλσον στην «Αστική ζούγκλα», που μόλις κυκλοφόρησε από τη «Διόπτρα» (μτφ. Χριστόδουλος Λιθαρής). Ο συγγραφέας μόνο τυχαίος δεν είναι, καθώς έχει αφήσει ήδη ως αποτύπωμα στη σχετική βιβλιογραφία το «Metropolis: η ιστορία των πόλεων» (επίσης από τη «Διόπτρα»): μια περιήγηση σε 7.000 χρόνια ιστορίας και 26 πόλεις του κόσμου, μέσα από την οποία αναδεικνύεται η αστική διαβίωση ως κίνητρο για τις μεγαλύτερες καινοτομίες της ανθρωπότητας. Στις διακόσιες χιλιετίες της ύπαρξής μας τίποτα δεν μας έχει διαμορφώσει πιο βαθιά από την πόλη, έγραφε εκεί ο Γουίλσον, ξεκινώντας από την Ουρούκ, την πρώτη πόλη της υφηλίου, η οποία χρονολογείται από το 4.000 π.Χ. και απεικονίζεται στο Έπος του Γκιλγκαμές.
Στο νέο βιβλίο του επιστρέφει στις πόλεις, αλλά αυτή τη φορά επιλέγει τα όριά τους, αυτό που ο ίδιος ονομάζει «υπαιθροαστική περιοχή», «προαστιούπολη», «ενδοζώνη» και «ακραιοχώρα». Περιοχές, δηλαδή, σε μια μεταιχμιακή ζώνη όπου τα βιομηχανικά απομεινάρια σκεπάζονται από το άγριο πράσινο και τις εντατικές καλλιέργειες. Σκοπός του Γουίλσον, όπως τον ορίζει στην εισαγωγή, είναι: «να εξερευνήσει την άγρια πλευρά των πόλεων -τα μέρη της αστικής ζωής που έχουν εξοβελιστεί εδώ και καιρό από τη δικαιοδοσία του ιστορικού: τους τοπικούς σκουπιδότοπους και τις χωματερές, τις εγκαταλελειμμένες περιοχές και τις άδειες στέγες, τις λωρίδες γης πίσω από συρματοπλέγματα και κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών».

Τα παραδείγματα αφθονούν σ’ αυτή την αστική ζούγκλα. Είναι τα μπανιάν (οι ινδικές συκιές) που σπάνε το οδόστρωμα και σκίζουν το τσιμέντο στους δρόμους του Χονγκ Κονγκ. Οι ρίζες τους προχωρούν προς τα έξω και προς τα κάτω αναζητώντας θρεπτικά συστατικά, τυλίγοντας την πέτρα και την άσφαλτο με ένα πλέγμα. Είναι το δημόσιο πάρκο Φρέσκιλς της Νέας Υόρκης, τρεις φορές μεγαλύτερο από το Σέντραλ Παρκ: ο μεγαλύτερος χώρος πρασίνου στην αμερικανική μητρόπολη, ο οποίος δημιουργήθηκε πάνω από τη χωματερή με τα καρβουνιασμένα απομεινάρια του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου. Και αυτό χάρη στην επιστήμη: «Τα απορρίμματα διαχωρίζονται από το περιβάλλον μέσω αδιαπέραστων πλαστικών καλυμμάτων, υφασμάτων εδαφοκάλυψης και ενός λεπτού στρώματος χώματος. Τα τοξικά υγρά και αέρια απομακρύνονται μέσω αντλιών… Φυτά ταχείας ανάπτυξης στους σωρούς παραχώνονται επανειλημμένως στο χώμα για να προσθέσουν οργανική ύλη». Είναι, όμως, και η ίδια η πόλη της Νέας Υόρκης, η οποία διαθέτει περισσότερα είδη ζωής από το Εθνικό Πάρκο Γιοσέμιτι των ΗΠΑ. Ή οι αυστραλιανές πόλεις που φιλοξενούν περισσότερα απειλούμενα είδη ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο από όσα οι μη αστικές περιοχές.

Η πόλη και η φύση ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένες υποστηρίζει ο Γουίλσον επιστρέφοντας στη Σουμάτρα του 17ου αιώνα, την οποία αντικρίζουν για πρώτη φορά οι Γάλλοι Ιησουίτες («φανταστείτε ένα δάσος από κοκοφοίνικες, μπαμπού, ανανάδες και μπανανιές [και] βάλτε μέσα έναν τεράστιο αριθμό σπιτιών»), το Κολοσσαίο του 19ου αιώνα («ένας παράδεισος βιοποικιλότητας με 420 είδη φυτών, πολλά εκ των οποίων εξωτικά»), τα χλοερά λιβάδια του Λονδίνου, σύμφωνα με τον δοκιμιογράφο Λι Χαντ, το Βερολίνο, το Δελχί και το Πεκίνο.

Κι εκεί που περιμένει κανείς ότι ο πεσιμισμός θα δίνει τον κυρίαρχο τόνο στο βιβλίο, με δεδομένη την αίσθηση κατεπείγοντος για την κλιματική αλλαγή (alarmism), ο Γουίλσον αποδεικνύεται αν μη τι άλλο διαλλακτικός ως προς τις λύσεις που οι ίδιες οι πόλεις μπορούν να υιοθετήσουν σε μια προσπάθεια να ανασχέσουν την απειλή. «Τρέφω την ελπίδα πως αν αρχίζαμε να βλέπουμε τις πόλεις ως συναρπαστικά, πολύτιμα οικοσυστήματα, θα μπορούσαμε να επανεξετάσουμε τη θέση τους μέσα στο πλανητικό οικοσύστημα. Παρά τη λανθάνουσα ή κρυμμένη βιοποικιλότητά τους και τις αλλαγές που κάνουμε, οι πόλεις εξακολουθούν να είναι βίαιες και καταστροφικές δυνάμεις, υπεύθυνες για τη μερίδα του λέοντος των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, της ρύπανσης, της σπατάλης για την εξόρυξη πόρων και της εξαφάνισης ειδών. Η Νέα Υόρκη, για παράδειγμα, καταναλώνει περισσότερη ενέργεια και εκπέμπει περισσότερη ρύπανση από όλη την υποσαχάρια Αφρική». Το Δελχί και το Πεκίνο, εξάλλου, είναι αντιμέτωπα με την απερήμωση αφού πρώτα κατέστρεψαν τον πράσινο μανδύα των δασών που τα προστάτευαν από τη σκόνη και την άμμο. Και σε όλο τον πλανήτη περίπου 423 πόλεις που επεκτείνονται γοργά καταβροχθίζουν τα ενδιαιτήματα περισσότερων από 3.000 ειδών ζώων που βρίσκονται ήδη υπό εξαφάνιση. Α, ναι, πουθενά ο Γουίλσον δεν γράφει στο βιβλίο του ότι η αλλαγή μοντέλου για τις πόλεις είναι εύκολη υπόθεση.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις