
Μαρίνος Καλλιγάς: Η συνοχή του αρχαίου και του μεσαιωνικού κόσμου
Η αισθητική της βυζαντινής εκκλησίας
Χαίρω ιδιαίτερα που μου έγινε η τιμή να παρουσιάσω από το βήμα τούτο μέρος του έργου ενός σεμνού, αθόρυβου και ακέραιου ανθρώπου, του βυζαντινολόγου και αισθητικού της τέχνης κυρίου Μαρίνου Καλλιγά.
Εγγονός των καθηγητών του πανεπιστημίου Παύλου Καλλιγά της Νομικής και Ιωάννη Πανταζίδη της Φιλοσοφικής, του συγγραφέως του Ομηρικού Λεξικού, ευτύχησε αγαθών γονέων.
Πτυχιούχος ο ίδιος της Νομικής του δικού μας πανεπιστημίου, σπούδασε Ιστορία της Τέχνης στο Μόναχο, στο Βερολίνο, στο Βύρτσμπουργκ και στο Παρίσι, όταν δίδασκαν εκεί μεγάλοι ιστορικοί της τέχνης και αρχαιολόγοι, σαν τον Wölfflin, τον Weigand, τον Buschor. Το 1935 με τη διατριβή «Η Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης» αναγορεύτηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Βύρτσμπουργκ. Ως τότε ο ναός της Αγίας Σοφίας ενομίζετο προδρομικός της ομώνυμης μεγάλης εκκλησίας της Πόλης. Η άποψη του Καλλιγά πως είναι μεταγενέστερος έγινε έκτοτε κοινώς αποδεκτή.

Ο Καλλιγάς εργάστηκε ως επιμελητής της Ιστορίας της Τέχνης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και ως έφορος βυζαντινών αρχαιοτήτων από το 1942. Το 1946 εκλέχθηκε υφηγητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. ‘Εκανε ανασκαφές στην Αγία Σοφία της μακεδονικής συμπρωτεύουσας, και το 1949, χάρη στην επιμονή του αξέχαστου Χρήστου Καρούζου, που είχε τη γνώμη πως ο διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης έπρεπε να ’ναι ειδικευμένος επιστήμονας, ιστορικός της τέχνης, ανέλαβε τη γενική διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης που, άστεγη από της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους, περιφερόταν «από τόπου εις τόπον». Με πρωτοβουλία του νέου διευθυντή της συγχωνεύθηκε η Πινακοθήκη με το πλούσιο κληροδότημα «Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου» και ύστερα από ανυποχώρητο μακρόν αγώνα κατορθώθηκε επιτέλους να ανεγερθεί το ιδιόκτητο κτίριο, όπου σήμερα οριστικά στεγάζεται.
Επί τριάντα χρόνια (1940 ως το 1970) ο Καλλιγάς κράτησε τη στήλη της κριτικής της τέχνης στην εφημερίδα «Βήμα». Μέλος της κριτικής επιτροπής Biennale της Βενετίας, των διοικητικών συμβουλίων του Μουσείου Μπενάκη και άλλων συλλόγων, πρόεδρος του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, διετέλεσε μέλος και πρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Ενώσεως Κριτικών Τέχνης και του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων. Έχει τιμηθεί με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα.
Ως γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας προετοίμασε το έδαφος για την αύξηση των αποδοχών των αρχαιολόγων —υπάγονταν τότε στο υπουργείο Παιδείας—, που ήταν κυριολεκτικά γελοίες. Ο νεοδιοριζόμενος ύστερα από διαγωνισμό επιμελητής αρχαιοτήτων έπαιρνε μισθό που αναλυόταν σε ποσό 35 δραχμών κάθε μέρα, όταν ένας επαρχιακός οικοδόμος είχε 80 δραχμές ημερομίσθιο. Το ενδιαφέρον όμως για τους επιμελητές δεν περιορίστηκε σ’ αυτό. Συμμετείχε σε εκπαιδευτικές τους εκδρομές στους γειτονικούς της Αθήνας αρχαιολογικούς χώρους, φιλοξενούσε στο αρχοντικό του επιμελητές και έθετε στη διάθεσή τους για μελέτη την πλούσια ατομική βιβλιοθήκη του. Και δεν νοιαζόταν μόνο για τα βυζαντινά, συλλέκτης ο ίδιος μεταβυζαντινών εικόνων, αλλά και για τις κλασικές αρχαιότητες. Η κυρία Σέμνη Καρούζου μαρτυρεί πως ο Καλλιγάς είναι σε θέση να εκτιμήσει σωστά αρχαία αγγεία και χάλκινα αντικείμενα, να τα κατατάξει, να τα χρονολογήσει. Για το έργο του το σχετικό με τη νεότερη τέχνη θα μιλήσει ειδικότερος συνάδελφος, ο κ. Χρύσανθος Χρήστου. Θα περιοριστώ στο βυζαντινό τομέα.

Από τις κυριότερες μελέτες του τα δημοσιεύματα στην Αρχαιολογική Εφημερίδα για την εικόνα της Παναγίας στο Freising και τους πεσσούς της Πτολεμαΐδος.
Εκλεκτικός στην επιλογή των θεμάτων ιστορίας της τέχνης με τα οποία καταπιάνεται, νιώθει να τον τραβούν οι κορυφές.
Όπου ψηλή βουνοκορφή, πετάει να την αγγίξει,
στα χιόνια της να κυλιστεί, το φως της να ρουφήξει.
Θα σταματήσω περισσότερο στο βιβλίο του «Η αισθητική του χώρου της ελληνικής εκκλησίας στο Μεσαίωνα», Αθήνα 1946. Ο πιστός που κατευθυνόταν προς τον τρουλαίο ναό είχε το βλέμμα στραμμένο προς το εξωτερικό περίβλημα του τρούλου, το διαγραφόμενο στον ουρανό. Τον πρώτο περιορισμό δεχόταν όταν έμπαινε στο προαύλιο, ύστερα χαμήλωνε άλλη μια φορά, όταν διέσχιζε το κατώφλι της εκκλησίας. Στο νάρθηκα τονίζεται η κατεύθυνση κατά πλάτος, που γεννά αίσθημα χαμηλώματος και σταματήματος. Στην πορεία που κάνει ο πιστός από την είσοδο διά μέσου του νάρθηκα προς το κέντρο του ναού βρίσκει ο κ. Καλλιγάς το κλειδί για να ερμηνεύσει την αισθητική της βυζαντινής εκκλησίας. Ερμηνεία καλύτερη δεν ξέρω.

Η κίνηση που κάνει το μάτι του πιστού, όταν μπει μέσα στην εκκλησία και διασχίζει το νάρθηκα, είναι στην αρχή σχεδόν οριζόντια. Όσον όμως προχωρεί, τόσο γίνεται λοξή και κατευθύνεται προς τα πάνω. Το μάτι, ελκόμενο από το φως, θέλει να βρει από πού έρχεται το φως. Η εικόνα την οποία βλέπει ο άνθρωπος, αφού πρωτοπατήσει την είσοδο της εκκλησίας, αλλάζει διαρκώς. Καθώς σιγά σιγά προχωρεί, όταν φθάσει στο μέσον του νάρθηκα, βλέπει τις περισσότερες φορές τη βάση του τρούλου. Για να δει το κυριότερο, την κορυφή του, και τον Χριστό τον εικονιζόμενο εκεί, πρέπει να προχωρήσει ως την Ωραία Πύλη, δηλαδή το σημείο απ’ όπου αρχίζει ο κυρίως ναός. Κι όσο ο πιστός προχωρεί μέσα στον κυρίως τώρα ναό, καταυγαζόμενος από πραγματικό και πνευματικό φως, αισθάνεται ένα ξαλάφρωμα, νιώθει μια μεταρσίωση που, απομακρύνοντάς τον από τη γη, τον μεταφέρει στη σφαίρα του φωτός, στο χώρο του Θεού. Ενώ το σώμα προχωρεί, η ψυχή ανυψώνεται. Ακολουθεί την πορεία που προηγουμένως έκαναν τα μάτια. Η ανοδική πορεία των ματιών συνοδεύεται από ψυχική ανάταση, και η ανύψωση συνεχίζεται όσο ο πιστός προχωρεί προς το κέντρο της εκκλησίας, που σημαδεύεται στο δάπεδο με το ομφάλιο. Εκεί ο άνθρωπος νιώθει τον εαυτό του στο κέντρο της περιοχής του Θεού. Ο χώρος του βυζαντινού ναού είναι έτσι υπολογισμένος, ώστε να συλλαμβάνεται εύκολα από το μάτι του ανθρώπου, οι εικόνες που αλλάζουν κατά την πορεία του πιστού είναι υπολογισμένες σύμφωνα με το ύψος του ανθρώπινου ματιού, και τα μέρη του χώρου της εκκλησίας έχουν κάποια σχέση προς τα μέλη του ανθρώπινου σώματος.

Στην ανθρωποκεντρική τάση που διακρίνει το κτίριο του βυζαντινού τρουλαίου ναού ίσως φαίνεται καθαρότερα η συνοχή του αρχαίου και του μεσαιωνικού κόσμου. Μόνο ελληνικό έργο μπορούσε να έχει παρόμοια διάπλαση. Οι εικόνες που αλλάζουν καθώς ο άνθρωπος βαδίζει μέσα στο ναό είναι υπολογισμένες για το ύψος στο οποίο βρίσκεται το μάτι, είναι καμωμένες για τον άνθρωπο. Ολόκληρος ο ναός είναι κατασκευασμένος σε ανθρώπινα μέτρα, πράγμα που αποτελεί ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του ελληνικού πνεύματος. Και το αγωνιστικό στοιχείο, ένα από τα ουσιώδη ελληνικά γνωρίσματα, εκδηλώνεται παντού σε κάθε ελληνικό έργο. Χαρακτηρίζει και την πορεία μέσα στην εκκλησία, που είναι κι αυτή αγωνιστική. Κι ακόμη, ο χώρος της βυζαντινής εκκλησίας είναι σαφής, σαν το ελληνικό τοπίο.
Έχει παρατηρηθεί πως ο Καλλιγάς, αντικειμενικός στις κρίσεις του, αυστηρός αλλά και συγκρατημένος, δεν συγχωρεί αθλιότητες. Ξέρει να εκτιμά καθενός την προσφορά και είναι ελεύθερος από ζήλεια για τα επιτεύγματα των άλλων.
Ας επιτραπεί τελειώνοντας να εκφράσω την ευγνωμοσύνη, τουλάχιστον των παλαιότερων αρχαιολόγων, για την έμπρακτη αγάπη του προς αυτούς και να του ευχηθώ, γερός επί χρόνια μακρά, να συνεχίσει με την ίδια επιτυχία το έργο της σωστής αισθητικής εκτιμήσεως των έργων τέχνης του τόπου μας.
*Εισήγηση του διακεκριμένου πανεπιστημιακού δασκάλου και βυζαντινολόγου Νικολάου Δρανδάκη (1915-2004) κατά την τελετή αναγόρευσης του Μαρίνου Καλλιγά σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 18 Μαΐου 1983.
Ο Μαρίνος Καλλιγάς, διαπρεπής ιστορικός τέχνης και βυζαντινολόγος, διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης επί σειράν ετών (1949-1971), απεβίωσε εξαιτίας πνευμονικού οιδήματος τη νύχτα της 27ης προς την 28η Μαρτίου 1985, σε ηλικία 79 ετών.
Ο Καλλιγάς, που είχε γεννηθεί στο κέντρο της Αθήνας το 1906, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακολούθως Ιστορία της Τέχνης στη Γερμανία.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ως κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στην Ιστορία της Τέχνης, και πριν αναλάβει τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης, διετέλεσε Έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Ο Καλλιγάς κατάφερε να αναδείξει τα έργα της Εθνικής Πινακοθήκης (οργανώνοντας αρχικά εκθέσεις στο Ζάππειο) και να εμπλουτίσει τις συλλογές της μέσω συστηματικών αγορών και δωρεών. Επίσης, ενσωμάτωσε στην Πινακοθήκη το κληροδότημα του Αλέξανδρου Σούτσου (1954) και συνέβαλε ουσιωδώς στην επίλυση του χρονίου στεγαστικού προβλήματος που αυτή αντιμετώπιζε.
Μελετητής με γερή παιδεία, όπως τον χαρακτήρισε ο αείμνηστος ιστορικός τέχνης και ακαδημαϊκός Χρύσανθος Χρήστου (1922-2016), ο Καλλιγάς ασχολήθηκε τόσο με γενικά θεωρητικά προβλήματα της ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας όσο και με συγκεκριμένα προβλήματα τεχνοκριτικής, κατέλιπε δε πλούσιο συγγραφικό έργο (μεταξύ άλλων, μελέτες για τον Γιαννούλη Χαλεπά και τον Νικόλα Γύζη, πολυάριθμες δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά, καταλόγους εκθέσεων, παρουσιάσεις καλλιτεχνών και αναλύσεις έργων).
Η κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου προέρχεται από το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών (ΙΙΕ/ΕΙΕ, δικαιώματα: εφημερίδα «Η Καθημερινή»).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις