
Μα στο Breitbart;
Όταν o πρωθυπουργός παραχωρεί συνέντευξη στο μέσο για το οποίο γεννήθηκε ο όρος “fake news”...
Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα, που μάλλον είναι δύσκολο να διαγνώσουμε τις μακροπρόθεσμες συνέπειες του πιθανώς πιο βραχύβιου εμπορικού πολέμου της Ιστορίας που διημείφθη στα χρηματιστήρια όλου του πλανήτη την Τετάρτη, μετά την ανακοίνωση της επιβολής υπέρογκων δασμών από τις ΗΠΑ στα εισαγόμενα προϊόντα των περισσότερων χωρών του κόσμου. Ειδικά από τη στιγμή που οι κινήσεις της κυβέρνησης Τραμπ γίνονται περαιτέρω δυσερμήνευτες με την απόφαση του ιδιοσυγκρασιακού Προέδρου να «παγώσει» λιγότερες από 24 ώρες αργότερα τους δασμούς που ο ίδιος υποσχόταν, την ίδια μέρα, ότι θα καταστήσουν την Αμερική «καλύτερη από ποτέ».
Εκ του άμεσου αποτελέσματος, ωστόσο, δύο πράγματα είναι αδιαμφισβήτητα: πρώτον, ότι όσοι άκουσαν τον αμερικανό Πρόεδρο τη στιγμή που μπήκε σε ρόλο τηλε-χρηματιστή χθες το μεσημέρι, παροτρύνοντας τους ενδιαφερόμενους να αγοράσουν μετοχές, βγήκαν κερδισμένοι από την απότομη εκτόξευση της Wall Street όταν ανακοινώθηκε το «πάγωμα» των δασμών που είχαν γκρεμίσει τους δείκτες λίγες ώρες πριν· και δεύτερον, ότι αποδείχθηκε στην πράξη από τις αντιδράσεις πολλών χωρών ανά τον κόσμο ότι η κυβέρνηση Τραμπ έχει την ισχύ να τις εξαναγκάσει σε διαπραγματεύσεις στις οποίες εκείνες θα βρίσκονται σε μειονεκτική θέση.
Είναι αυτή η επίδειξη πυγμής που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τη χώρα μας, αν σκεφτούμε την επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να ανοίξει έναν διακριτό δίαυλο διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση Τραμπ από αυτόν που ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Ένωση δια της Κομισιόν, η οποία βγήκε κατευθείαν στην αντεπίθεση εισηγούμενη δασμούς σε πολλά αμερικανικά προϊόντα – οι οποίοι όπως θεσπίστηκαν εν είδει αντιποίνων, έτσι και αποσύρθηκαν την επόμενη ημέρα.
Δεν είναι προφανώς δυνατόν να υπολογίσουμε τι θα ακολουθήσει τη διαφοροποίηση του Κυριάκου Μητσοτάκη από την ευρωπαϊκή ηγεσία μέσω της συνέντευξης που παραχώρησε στο Breitbart, προκειμένου να επικοινωνήσει τη διαπραγματευτική του διάθεση στον αμερικανό Πρόεδρο, ο οποίος μάλιστα αναδημοσίευσε τη συνέντευξη στον λογαριασμό του στο κοινωνικό δίκτυο Truth με το χαρακτηριστικό σχόλιο: «Συμφωνώ. Τον ξέρω, είναι καλός άνθρωπος. Εκτιμώ τα σχόλιά του. Ναι, μπορεί να γίνει συμφωνία με οποιονδήποτε από αυτούς (σ.σ. της ΕΕ). Θα υπάρξουν δίκαιες συμφωνίες με όλους».
Ειδικό ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η πλατφόρμα την οποία επέλεξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να κάνει αυτή την παρέμβαση. Γιατί στο ευρύ αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας, το όνομα Breitbart θα είναι πιθανότατα άγνωστο και σίγουρα η ονομασία του δεν προδίδει κάτι το περίεργο. Είναι άλλωστε απλά ένα όνομα. Στις ΗΠΑ, ωστόσο, το Breitbart δεν αποτελεί τίποτα λιγότερο από ένα ανησυχητικό φαινόμενο, στο οποίο εν πολλοίς αναφερόταν η μαζικοποίηση του όρου “fake news” πριν από μία δεκαετία περίπου, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ξεκινούσε την πρώτη του πορεία προς τον Λευκό Οίκο.
Το Breitbart έχει μια πολύπλοκη και ενδιαφέρουσα ιστορία, αλλά στην ουσία συμπυκνώνεται στην εξής ιδέα: μία πλατφόρμα διασποράς γρήγορων ειδήσεων με σκληρή (άκρα) δεξιά στράτευση. Έχοντας ξεκινήσει από μία σκοπιά που είναι υπερ-νεοφιλελεύθερη, ταγμένη στις πιο σκληρές μερίδες των Ρεπουμπλικάνων που ξεκίνησαν από το «Κόμμα του Τσαγιού» προτού συσπειρωθούν γύρω από τον Τραμπ, ακραιφνώς φιλοϊσραηλινή, ξενοφοβική και συχνά συνωμοσιολογική, το Breitbart ανελίχθηκε σταδιακά σε ένα μιντιακό φαινόμενο που λειτούργησε ως το κέντρο του δικτύου διασποράς ψευδών ειδήσεων το οποίο ενίσχυσε τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του 2016.
Όπως αποδείχθηκε από το πέρασμα του χρόνου, η στρατηγική των μεγάλων μέσων ενημέρωσης και των ηγετών του κόσμου να αντιμετωπίσουν τη νίκη του Τραμπ και τη «μετα-αλήθεια» που τον συνόδευε ως κάποια στιγμιαία ασθένεια του συστήματος που θα περάσει ανεπιστρεπτί, είχε κοντά ποδάρια. Με την επάνοδό του στον Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ και το σύστημά του δημιούργησαν την ανάγκη να αντιμετωπιστούν πολιτικά – και γι’ αυτό είναι σαφής η στροφή των «ναυαρχίδων» της αμερικανικής δημοσιογραφίας που μιλούν πλέον περισσότερο για τις πολιτικές του αμερικανού Προέδρου και λιγότερο για το ταμπεραμέντο του.
Έχοντας καταφέρει να επιβάλλει ως «κανονικά» όλα αυτά τα πρωτότυπα στοιχεία που εισάγει στην πολιτική ζωή ο Ντόναλντ Τραμπ, η πιθανότερη εξήγηση πίσω από τη συνέντευξη Μητσοτάκη στο κατεξοχήν μέσο του τραμπισμού ήταν ότι έδειχνε μία a priori διάθεση αποδοχής των κανόνων του παιχνιδιού που θέτει η αμερικανική πλευρά. Άλλωστε, όπως είπε και ο ίδιος ο Τραμπ στο χθεσινό δείπνο της Εθνικής Ρεμπουμπλικανικής Επιτροπής του Κογκρέσου «αυτές οι χώρες μας πολιορκούν, μου φιλάνε τον κ***, πεθαίνουν να κάνουν μία συμφωνία, ‘σας παρακαλώ κύριε, ας κάνουμε μία συμφωνία, θα κάνω τα πάντα κύριε’».
Με μία και μόνο η κίνηση, τη διπλωματία μέσω συνέντευξης στο Breitbart, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ελληνική κυβέρνηση έγιναν αποδέκτες πολύ ευρύτερων στόχων από την απλή έναρξη διαπραγματεύσεων για την άρση ή μείωση των δασμών: αρχικά αποδέχθηκαν ότι κάθε διάλογος θα γίνει με την αναγνώριση της απόλυτης κυριαρχίας του αμερικανού Προέδρου στο θέμα· ύστερα, επικυρώθηκε ο υπόρρητος στόχος του Τραμπ ότι οι δασμοί θα μπουν οριζοντίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά οποιαδήποτε διαπραγμάτευση θα γίνει με το κάθε κράτος ξεχωριστά, υποσκάπτοντας την ενότητα (και άρα τη δύναμη) των αντιδράσεων· και το χειρότερο όλων, πιθανώς, ότι αποδέχθηκε όχι απλά τον θεσμικό ρόλο του αμερικανού Προέδρου, αλλά αναγνωρίζοντας το Breitbart ως ικανή πλατφόρμα να διαλέγεται ένας αρχηγός κράτους, δίνει πόντους αξιοπιστίας και στο παρασύστημα που γιγάντωσε και διέδωσε την παραπληροφόρηση και τη διαβρωτική επίδρασή της.
Τουλάχιστον ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι το έκανε για να προστατεύσει την ελληνική οικονομία. Ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης που ανέβαζε γελαστές φωτογραφίες με τον διευθυντή του Breitbart και επαινετικά σχόλια για το μέσο του, τι δικαιολογία έχει;
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις