Το αντικλείδι του φανατικού
Δεν ξέρω εάν κόβετε ποτέ βόλτα από τα συνέδρια των κομμάτων, τα συμπόσια, τις ημερίδες, τις βασιλόπιτες και δεν συμμαζεύεται. Εάν δεν κόβετε, σας θαυμάζω και σας μακαρίζω, διότι μάλλον θεωρείτε τον χρόνο σας πολύτιμο και δεν σας αρέσει να τον σπαταλάτε σε πανηγύρεις κοινοτοπιών.
- Απόψε τα αποκαλυπτήρια του σταθμού Βενιζέλου στο Μετρό Θεσσαλονίκης - Ξενάγηση σε Σακελλαροπούλου, Μητσοτάκη
- Σε ρυθμούς YMCA Τραμπ, Μασκ και Μελάνια σε δείπνο την Ημέρα των Ευχαριστιών
- H τρομακτική στιγμή που μητέρα και το 2 μηνών μωρό της σκοτώνονται από αστυνομικό (βίντεο)
- Στη φυλακή ο πατέρας της 15χρονης που την χτυπούσε με καλώδια - Τι κατέθεσαν μητέρα και κόρη
Τους πρώτους μήνες μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, προτού ενσκήψει η αντικομμουνιστική μαζική υστερία, από άκρου εις άκρον των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής επικρατούσε η αντιναζιστική αντίστοιχη. Τόσο η αντιναζιστική όσο και η αντικομμουνιστική μαζική υστερία (καθώς και η αντιτρομοκρατική που θα προκύψει πολλά χρόνια αργότερα) δεν ήταν παράλογες, εδράζονταν σε πραγματικές απειλές, αλλά η δημοτικότητά τους ήταν ψυχογενής μάλλον παρά ορθολογική.
Μπορεί να υπήρχαν φιλοναζιστικοί και, κατόπιν, φιλοκομμουνιστικοί και φιλοτρομοκρατικοί πυρήνες στο έδαφος των ΗΠΑ, έτοιμοι να συντονιστούν και να δράσουν με κάθε είδους σαμποτάζ, αλλά σε καμία περίπτωση ο αριθμός τους και η επιχειρησιακή τους ικανότητα δεν δικαιολογούσαν το μέγεθος της υστερίας. Οπως θα λέγαμε σήμερα, η αντίδραση/απάντηση της κοινής γνώμης παραήταν ασύμμετρη.
Μέσα σ’ εκείνο το παρανοϊκό κλίμα – όποια πέτρα και αν σηκώσεις, θα ξετρυπώσεις κι έναν ναζιστή – ο ιδιοφυής Ορσον Γουέλς γύρισε το 1946 τον «Αγνωστο» (The stranger). Αυτό το κλασικό πλέον φιλμ νουάρ θεωρείται πρωτοποριακό για τον καιρό του, όχι μονάχα για τις καινοτόμες κινηματογραφικές τεχνικές που είχε ήδη δοκιμάσει ο Γουέλς στον «Πολίτη Κέιν», αλλά και για τον ριζοσπαστικό πολιτικό προβληματισμό του.
Είναι η πρώτη αμερικανική ταινία μυθοπλασίας που μιλάει ανοιχτά για τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης – ο κεντρικός του ήρωας μάλιστα, που τον υποδύεται ο ίδιος ο Γουέλς, υποτίθεται ότι είναι ο εμπνευστής των εν λόγω στρατοπέδων. Σύμφωνα με το σενάριο, έχει καταφύγει με πλαστή ταυτότητα – Τσαρλς Ράνκιν – σε μια μικρή πόλη του Κονέκτικατ, έχει παντρευτεί την κόρη ενός τοπικού μεγαλόσχημου και προσπαθεί, όσο το δυνατόν, να διατηρεί χαμηλό προφίλ· εν προκειμένω έχει φροντίσει να εξαφανίσει και κάθε φωτογραφικό τεκμήριο από το ναζιστικό του παρελθόν. Επί τα ίχνη του βρίσκεται ένας επιτήδειος αμερικανός αξιωματούχος εθνικής ασφαλείας, κάτι σαν πιονιέρος «κυνηγός ναζί», σε μια εποχή που το είδος βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα.
Στην πιο βιρτουόζα σκηνή της ταινίας ο αξιωματούχος, ενώπιον συγγενών της νύφης, καθώς και της ίδιας, παρασύρει τον φυγάδα σε μια ιδεολογική συζήτηση μεταξύ τυρού και αχλαδίου, με σκοπό να τον αναγκάσει να υποπέσει σε κάποιο ολίσθημα που θα οδηγήσει στο ξεμασκάρεμά του. «Γνωρίζετε τη Γερμανία, κύριε Ράνκιν;», τον ρωτάει. «Λυπάμαι», απαντάει επιφυλακτικά ο φυγάς· «δημιουργώ πάντα εχθρούς όταν θίγω αυτό το ζήτημα.
Γίνομαι πολύ αντιδημοφιλής». «Θα την εκλάβουμε», επιμένει ο αξιωματούχος, «ως αντικειμενική γνώμη ενός αντικειμενικού ιστορικού». «Ιστορικού;», καγχάζει ο Ράνκιν· «ένας ψυχίατρος θα το εξηγούσε καλύτερα. Ο Γερμανός θεωρεί τον εαυτό του αθώο θύμα της ζήλειας και του μίσους κατώτερων ανθρώπων, κατώτερων λαών. Δεν μπορεί να παραδεχτεί σφάλματα, πόσο μάλλον αδικίες. Αγνοήσαμε την Αιθιοπία, την Ισπανία, αλλά γευτήκαμε τις συνέπειες της εθελοτυφλίας.
Οι φιλαλήθεις γνωρίζουν για ποιον χτύπησε η καμπάνα, μα όχι ο Γερμανός. Φαντάζεται ακόμη τους πολεμιστές του να παρελαύνουν με τους ήχους του Βάγκνερ, τα μάτια του είναι ακόμη καθηλωμένα στο φλογερό σπαθί του Ζίγκφριντ. Στα υπόγεια που δεν πιστεύετε [όπου συνωμοτούν οι φυγάδες], ο κόσμος των ονείρων του ζωντανεύει· ξαφνικά βρίσκεται με την πανοπλία του κάτω από τις σημαίες Τευτόνων ιπποτών. Η ανθρωπότητα περιμένει τον Μεσσία, μα για τον Γερμανό ο Μεσσίας δεν είναι ο πρίγκιπας της ειρήνης. Είναι άλλος ένας Μπαρμπαρόσα. Αλλος ένας Χίτλερ». «Τότε», επανέρχεται ο αξιωματούχος, «δεν έχετε πίστη στις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία;». «Πιστεύω ότι οι άνθρωποι», ξεγλιστράει πάλι ο Ράνκιν, «μπορούν να αναπλαστούν μόνο εκ των έσω. Οι αρχές της ισότητας δεν ρίζωσαν ποτέ εκεί. Η αγάπη για την ελευθερία εκφράστηκε σε κάθε γλώσσα.
«Ολοι γεννηθήκαμε ίσοι». «Liberté, égalité, fraternité». Στα γερμανικά όμως…». «Ο Μαρξ;», πετάγεται ο αδελφός της νύφης· «προλετάριοι ενωθείτε· δεν έχετε να χάσετε παρά τις αλυσίδες σας». «Ο Μαρξ δεν ήταν Γερμανός», αντιλέγει ο Ράνκιν· «ο Μαρξ ήταν Εβραίος». «Αγαπητέ μου Τσαρλς», παρεμβαίνει ο πατέρας της νύφης, «εάν δεχτούμε αυτά που λες, δεν υπάρχει λύση». «Για άλλη μια φορά διαφωνώ», λέει συγκαταβατικά ο φυγάς. «Ποια είναι τότε;», τον ζορίζει ο αξιωματούχος. «Η εξόντωση», δηλώνει ψυχρά ο Ράνκιν· «μέχρι και το τελευταίο νεογέννητο». «Τσαρλς», παίρνει τον λόγο και η νύφη αναστατωμένη, «δεν πιστεύω να προτείνεις μια Καρχηδόνια Ειρήνη», αναφερόμενη στη γενοκτονία των Καρχηδονίων από τους Ρωμαίους. «Ο κόσμος δεν είχε κανένα πρόβλημα με την Καρχηδόνα», αποκρίνεται με σαρδόνιο χαμόγελο ο Ράνκιν, «εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια».
Ο αξιωματούχος της εθνικής ασφάλειας εντοπίζει τη «μαρτυριάρα» ένδειξη που αναζητάει (η απερισκεψία του Ράνκιν να μην αναγνωρίσει τη γερμανική ιθαγένεια του Μαρξ ήταν εκείνη που πρόδωσε το αντιεβραϊκό του μένος) αλλά το ιδιόμορφο μπρα ντε φερ μεταξύ τους προδίδει πολύ περισσότερα. Παρατηρήστε με πόση δεξιοτεχνία ένας φανατικός σαν τον Ράνκιν μεταστρέφει τον ίδιο του τον φανατισμό στο αντίθετό του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιεί τον φανατισμό του ως αντικλείδι, ένα πασπαρτού που του ανοίγει όλες τις πόρτες.
Ο ιθύνων νους των στρατοπέδων συγκέντρωσης δεν απομακρύνεται ούτε μια ίντσα από τη ρατσιστική ιδεολογία του και την προγραμματική διακήρυξη για την εξόντωση των «κατώτερων» λαών – μονάχα που τώρα, αναγκασμένος να επιβιώσει σε ένα ακραία εχθρικό περιβάλλον, αντικαθιστά στη συλλογιστική του τους προς ανάλωση «κατώτερους» λαούς με τον δικό του «ανώτερο».
Προτείνει ανερυθρίαστα την εξόντωση όλων των Γερμανών – «μέχρι του τελευταίου νεογέννητου» – και, ως διά μαγείας, με μια και μοναδική ιδεολογική πιρουέτα, ο θηριώδης ναζιστής μεταμορφώνεται σε θηριώδη αντιναζιστή. Δεν αλλάζει τίποτε επί της ουσίας. Τόσο κάτω από την παλιά όσο και κάτω από τη νέα προβιά, το θηρίο παραμένει αμετάβλητο.
Δεν ξέρω εάν κόβετε ποτέ βόλτα από τα συνέδρια των κομμάτων, τα συμπόσια, τις ημερίδες, τις βασιλόπιτες και δεν συμμαζεύεται. Εάν δεν κόβετε, σας θαυμάζω και σας μακαρίζω, διότι μάλλον θεωρείτε τον χρόνο σας πολύτιμο και δεν σας αρέσει να τον σπαταλάτε σε πανηγύρεις κοινοτοπιών.
Εάν όμως κόβετε, από καθαρό ανθρωπολογικό ενδιαφέρον, από κοσμική περιέργεια, από επαγγελματική ιδιοτέλεια ή από όποια άλλη ανθρώπινη αδυναμία, δεν μπορεί το μάτι σας να μην έχει πάρει αραιά και πού όλο και κάποιον Τσαρλς Ράνκιν, να λουφάζει σε μια γωνιά, να επιδεικνύει τους κυνόδοντές του σε κάθε περαστικό που τον χαιρετάει και να περιμένει καρτερικά την ευκαιρία του για να εφορμήσει. Σίγουρα θα έχετε αναρωτηθεί – όχι φωναχτά, από τακτ, ελπίζω: «Μα τι διάολο γυρεύει αυτός εδώ πέρα; Δεν πίστευε μέχρι χτες τα ακριβώς ανάποδα;». Οχι, φίλοι μου. Πίστευε ακριβώς μα ακριβώς τα ίδια. Τάλε κουάλε. Η μόνη διαφορά ήταν στο περιτύλιγμα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις