Ανακωχή στις καρδιές
Χρειαζόμαστε άραγε το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα προκειμένου να κοντοσταθούμε και να σκεφτούμε τι διάολο κάνουμε; Οχι, δεν τα χρειαζόμαστε. Η ανακωχή ξεκινάει από τις καρδιές.
Αμφότερα τα περιστατικά μοιάζουν απίστευτα, σαν παραμύθια που προορίζονται να νανουρίσουν νήπια, μολονότι είναι πολλαπλά τσεκαρισμένα τόσο από τη διεθνή όσο και από την εγχώρια ιστορική βιβλιογραφία. Το γεγονός και μόνο ότι συνέβησαν στο παρελθόν μάς ενθαρρύνει να πιστέψουμε ότι τίποτε δεν αποκλείει να συμβούν ξανά στο μέλλον. Ο άνθρωπος είναι ικανός για το καλύτερο, είναι ικανός και για το χειρότερο -και δεν χρειάζεται να μνημονεύσουμε ούτε ένα από τα αναρίθμητα παραδείγματα που τεκμηριώνουν αυτή την εξόφθαλμη κοινοτοπία. Μονάχα που συνήθως το «καλύτερο» δεν πουλάει όσο πουλάει το «χειρότερο» και τείνουμε να το λησμονούμε. Σήμερα θα το θυμηθούμε.
Τους πρώτους μήνες του Μεγάλου Πολέμου, όπως κοντόφθαλμα βαπτίστηκε ο Πρώτος Παγκόσμιος διότι κανένας δεν ήθελε να διανοηθεί πως θα επακολουθήσει και δεύτερος μεγαλύτερος, είχε ήδη καταστεί φανερό ότι θα διαρκέσει περισσότερο και θα είναι ασυγκρίτως πιο πολυαίμακτος από τον περίπατο χαμηλού ανθρώπινου κόστους που είχαν υποσχεθεί οι κυβερνήσεις ένθεν κακείθεν. Καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα του 1914 και παρά τις ανεξάρτητες πρωτοβουλίες μακριά από τα χαρακώματα – από τον Πάπα Βενέδικτο και συνδέσμους φεμινιστριών έως την αμερικανική Γερουσία – στο ίδιο το μέτωπο οι ενορχηστρωτές της ανθρωποσφαγής δεν έδειχναν την παραμικρή διάθεση να διατάξουν ώστε να σιγήσουν έστω και προσωρινά τα όπλα.
Ετσι, η ιδέα της ανακωχής δεν άργησε να μεταλλαχτεί σε ανταρσία, στην οποία πήραν μέρος – θέλει το πιστεύει κανείς, θέλει όχι – γύρω στο ένα εκατομμύριο στρατιώτες. Τα φανταράκια αντάλλαξαν αυτοσχέδια δώρα, έπαιξαν μπάλα με αυτοσχέδια τόπια και ικέτευσαν από κοινού με αυτοσχέδιες προσευχές τον Χριστό της φάτνης να μεσολαβήσει προκειμένου να γυρίσουν σπίτια τους όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ο Χριστός της φάτνης δεν έσπευσε να ικανοποιήσει το αίτημά τους, εάν συνυπολογίσουμε ότι ο Μεγάλος Πόλεμος κράτησε άλλα σχεδόν τέσσερα χρόνια και κόστισε συνολικά εννέα εκατομμύρια νεκρούς. Σοβαρότερα έλαβαν το μήνυμα οι επιτελείς τους και φρόντισαν ώστε, τόσο τα επόμενα Χριστούγεννα όσο και τα μεθεπόμενα, να μη σιγήσουν ούτε στιγμή τα πολυβόλα.
Το δεύτερο περιστατικό, παρότι σαφώς μικρότερου ιστορικού βεληνεκούς, μας αφορά πιο άμεσα. Τον Απρίλιο του 1947, μεγαλοβδομαδιάτικα, στην καρδιά του ελληνικού εμφυλίου πολέμου και στις δύσβατες κορφές των Αγράφων, ένας λόχος του Δημοκρατικού Στρατού μαζί με γυναικόπαιδα επιχείρησε, εν μέσω χιονοθύελλας, να διαβεί από το διαβόητο Πέρασμα της Νιάλας. Παρά την περιορισμένη τους ορατότητα διαπίστωσαν ότι στο διάβα τους, πρόχειρα στρατοπεδευμένο σε αντίσκηνα, βρισκόταν ένα τμήμα από την 72η Ταξιαρχία του Εθνικού Στρατού. Κατόπιν εξαιρετικά παράτολμων διαπραγματεύσεων, στρατιώτες και αντάρτες συμφώνησαν να αναβάλουν την αδελφοκτονία για λίγες ώρες και να περάσουν τη νύχτα συντροφιά στα αντίσκηνα. Η αιματοχυσία συνεχίστηκε το ξημέρωμα.
Με όποια μεζούρα και αν τις μετρήσεις, οι σημερινές συνθήκες δεν προσεγγίζουν ούτε κατά διάνοια τις τραγικές συνθήκες του Μεγάλου Πολέμου ή της δικής μας αιμορραγίας. Δεν είμαστε οπλισμένοι, δεν πυροβολούμε ο ένας τον άλλον, δεν ματώνουμε ούτε καν τα δάχτυλά μας πάνω στα πληκτρολόγια. Και όμως εκεί πάνω, στα πληκτρολόγια, χύνουμε καθημερινά καντάρια χολής, εκτοξεύουμε απίστευτα αποθέματα εμφύλιας μοχθηρίας. Πολλές φορές – τις περισσότερες – δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να ελέγξουμε εάν το έναυσμα για την έκρηξη της μοχθηρίας μας έχει πραγματικό αντίκρισμα ή αν είναι περίτεχνα διογκωμένο ώστε να προκαλέσει την έκρηξή μας, να μας σύρει εκόντες άκοντες σε αυτό το παιχνίδι της αέναης ανταλλαγής προβοκατσιών.
Χρειαζόμαστε άραγε το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα προκειμένου να κοντοσταθούμε και να σκεφτούμε τι διάολο κάνουμε; Οχι, δεν τα χρειαζόμαστε. Η ανακωχή ξεκινάει από τις καρδιές.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις